Τί ισχύει για εγγυητές που έχουν αιτηθεί υπαγωγή στον Ν. Κατσέλη και εκκρεμεί η εκδίκαση της αίτησης τους σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης (εταιρεία ή φυσικό πρόσωπο) πτωχεύσει? Θα προστατευτεί η κύρια κατοικία του εγγυητή στα πλαίσια του ν. Κατσέλη?
Στο ν. 4738/2020 (νέος Πτωχευτικός Κώδικας) ενσωματώνονται όλα τα μέχρι σήμερα ισχύοντα επιμέρους εργαλεία ρύθμισης οφειλών (υπερχρεωμένα νοικοκυριά, προστασία πρώτης κατοικίας, εξωδικαστικός μηχανισμός κ.λπ.) σε ένα ενιαίο πλαίσιο και μια ενιαία διαδικασία του νέου νόμου. Επομένως, παύει η δυνατότητα υποβολής νέων αιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου Κατσέλη (ν. 3869/2010). Και για τους εγγυητές σε δάνεια, όσες αιτήσεις υπερχρεωμένων παραμένουν εκκρεμείς κατά το χρόνο δημοσίευσης του νέου νόμου (27.10.2020), συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου Κατσέλη.
Η υποβολή αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών δεν επιτρέπεται εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει υποβάλει αίτηση ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου για υπαγωγή στη διαδικασία του ν. 3869/2010 (νόμος Κατσέλη), εκτός εάν έχει υπάρξει έγκυρη παραίτησή του από τις εν λόγω διαδικασίες, μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.
Με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 28 του νέου νόμου, προβλέπεται επιδότηση καταβολής δόσεων, σε οφειλέτες που πληρούν τα οριζόμενα κριτήρια, και εφόσον έχουν ρυθμίσει ή δεν έχουν καθυστερήσει για χρονικό διάστημα άνω των ενενήντα (90) ημερών τις οφειλές τους προς χρηματοδοτικούς φορείς, το Δημόσιο και Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, παρέχεται επιδότηση για την αποπληρωμή των δανείων που εξασφαλίζονται με την κύρια κατοικία τους, για πέντε (5) έτη από την ημερομηνία της αίτησης. Προκειμένου να λάβουν την επιδότηση αυτή, θα πρέπει να υποβάλουν την αίτηση του άρθρου 8. Σε περίπτωση που το σύνολο των οφειλών τους είναι ενήμερο, εκδίδεται από την πλατφόρμα του άρθρου 29 βεβαίωση ενήμερων οφειλών, προκειμένου να εκκινήσει η καταβολή της επιδότησης, άλλως αυτή παρέχεται κατόπιν υπογραφής της σύμβασης αναδιάρθρωσης του άρθρου 14.
Κατά τη διαδικασία εξυγίανσης του νέου νόμου, οι εγγυήσεις, οι ασφαλίσεις πιστώσεων και άλλες συμβάσεις με αντίστοιχο αποτέλεσμα υπέρ απαιτήσεων που κεφαλαιοποιούνται τρέπονται, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, σε δικαίωμα προαίρεσης του πιστωτή να πωλήσει στον εγγυητή ή ασφαλιστή τις μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια που προκύπτουν από την κεφαλαιοποίηση του χρέους κατά τον χρόνο στον οποίο θα καθίστατο κατά τους όρους του ληξιπρόθεσμο και για ποσό ίσο με το άθροισμα του κεφαλαίου και των τυχόν τόκων που καλύπτονται από την εγγύηση. Το δικαίωμα προαίρεσης δύναται να ασκηθεί εντός δύο (2) μηνών από τον χρόνο κατά τον οποίο θα καθίστατο ληξιπρόθεσμη η υποχρέωση που κεφαλαιοποιήθηκε και, αν είναι ήδη ληξιπρόθεσμη κατά την κεφαλαιοποίηση, εντός δύο (2) μηνών από την τελευταία.
Σύμφωνα με το άρθρο 92, τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη εξαιρούνται της πτωχευτικής περιουσίας ανεξαρτήτως ύψους, όταν, έπειτα από αίτησή του, το πτωχευτικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια κατοικία του οφειλέτη ή/και άλλα πάγια περιουσιακά του στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το δέκα τοις εκατό (10%) των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, εξαιρουμένων όσων έχουν αποκτηθεί στην διάρκεια των δώδεκα (12) μηνών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 192 για τη σύντμηση προθεσμίας απαλλαγής του οφειλέτη, ενώ προσφυγή πιστωτή κατά της απαλλαγής μπορεί να ασκηθεί και με παρέμβαση στη δίκη της παρούσας. Κατ’ απόκλιση του πρώτου εδαφίου, σε περίπτωση που τα ετήσια εισοδήματά του οφειλέτη υπερβαίνουν το πενταπλάσιο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, το υπερβάλλον ποσό ανήκει στην πτωχευτική περιουσία.
Κατά το άρθρο 102, επί οφειλής εις ολόκληρον ο πιστωτής έχει δικαίωμα, εάν κηρυχθεί σε πτώχευση τουλάχιστον ένας από τους συνοφειλέτες, να απαιτήσει από κάθε συνοφειλέτη και εγγυητή την πλήρη ικανοποίηση της απαίτησής του, εάν κατέστη απαιτητή κατά την πραγματική λήξη της. Σε περίπτωση υπερκάλυψης της απαίτησής του, αποδίδει το επιπλέον σε εκείνον τον συνοφειλέτη ή εγγυητή, κατά περίπτωση, που θα είχε δικαίωμα αναγωγής κατά των άλλων.
Συνοφειλέτης και εγγυητής και μετά την πτώχευση συνεχίζουν να ευθύνονται έναντι του πιστωτή, ανεξαρτήτως τυχόν απαλλαγής του πρωτοφειλέτη σύμφωνα με το Όγδοο Μέρος του νόμου (Απαλλαγές του Οφειλέτη). Μάλιστα, οι οφειλές των εγγυητών εξακολουθούν να τοκίζονται. Συνοφειλέτης εις ολόκληρον και εγγυητής συμμετέχουν στην πτώχευση συνοφειλέτη ή πρωτοφειλέτη αντίστοιχα, με βάση απαίτηση που θα αποκτούσαν στο μέλλον υπό την αίρεση ικανοποίησης του πιστωτή από αυτούς.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 196, η απαλλαγή του οφειλέτη ή του εκπροσώπου του από χρέη, κατά περίπτωση, δεν θίγει με οποιονδήποτε τρόπο τη συνέχιση της διαδικασίας ρευστοποίησης και διανομής των στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας και τα δικαιώματα των πιστωτών επί αυτών, συμπεριλαμβανομένων και των αδήλων εισοδημάτων ή περιουσιακών στοιχείων τα οποία δολίως ή εξ αμελείας απεκρύβησαν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας από τον οφειλέτη και των δικαιωμάτων των ενέγγυων πιστωτών επί υπεγγύων στοιχείων του οφειλέτη, η οποία διεξάγεται και ολοκληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ρητώς διευκρινίζεται ότι η απαλλαγή του οφειλέτη εκ της πρωτοφειλής ή εγγυήσεως δεν επηρεάζει τις απαιτήσεις έναντι των λοιπών συνοφειλετών ή εγγυητών που ενέχονται εκ του νόμου ή δυνάμει δικαιοπραξίας.
23 Νοεμβρίου 2024
14 Οκτωβρίου 2024
04 Οκτωβρίου 2024
20 Σεπτεμβρίου 2024