Το ζήτημα της απόδειξης της νομιμοποίησης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (servicers), καθώς και των εταιρειών απόκτησης απαιτήσεων (funds) έχει αποτελέσει διαρκές επίκεντρο νομικών αμφισβητήσεων και νομολογιακής ρευστότητας, κατά την τελευταία δεκαετία.
Οι κρίσιμες διατάξεις του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκαν και εν τέλει αντικαταστάθηκαν από τον Ν. 5072/2023, καθώς και η καίρια σημασία της υπ’ αριθμ. 1/2023 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ανέδειξαν εκ νέου τις θεμελιώδεις απαιτήσεις περί διαφάνειας, δημοσιότητας και αποδεικτικής πληρότητας, ως συνταγματικά και δικονομικά θεμέλια της προστασίας των δανειοληπτών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη υπ’ αριθμ. 1399/2025 απόφαση του Εφετείου Αθηνών αποκτά κρίσιμη σημασία, καθότι ενσωματώνει τις σύγχρονες νομολογιακές εξελίξεις και ερμηνεύει, υπό νέο πρίσμα, τις προϋποθέσεις έγγραφης απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης.
Ι. Η Συνταγματική Διάσταση της Απόδειξης Νομιμοποίησης
Η απόδειξη της νομιμοποίησης των funds και των servicers δεν αποτελεί ζήτημα απλής δικονομικής διατύπωσης, αλλά άπτεται των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του άρθρου 20 παρ. 1 Σ., της απρόσκοπτης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, και του άρθρου 17 Σ., της προστασίας της ιδιοκτησίας. Η αρχή της διαφάνειας, η οποία θεμελιώνεται, τόσο στην ενωσιακή έννομη τάξη της Ε.Ε. (άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), όσο και στην εσωτερική έννομη τάξη, απαιτεί σαφή και πλήρη γνώση της έννομης σχέσης του αντιδίκου, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος.
ΙΙ. Η Απόφαση 1/2023 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και οι Επιπτώσεις της
Η απόφαση 1/2023 της Ολομέλειας, ενώ αναγνώρισε τη δικονομική δυνατότητα των servicers να ενεργούν δικαστικά επ’ ονόματι των funds , ως μη υπόχρεοι και μη δικαιούχοι διάδικοι, η κατά το ουσιαστικό δίκαιο απόδειξη της ύπαρξης ή μη του επικαλούμενου δικαιώματος τους απέμεινε στα δικαστήρια της ουσίας, δηλαδή τα πρωτοδικεία και τα εφετεία της χώρας μας.
Τα funds, επιμένοντας σε μία αδιάφανη πρακτική, συνεχίζουν να επικαλούνται τα ατελή έντυπα καταχώρησης, ως έγγραφα που αποδεικνύουν πλήρως την νομιμοποίηση τους, χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση ολόκληρων των συμβάσεων.
Η σειρά δικαστικών αποφάσεων, που έχει πετύχει ο Δικηγορικός Οίκος «Lekkakou & Associates Law Firm», υπογραμμίζει εμφατικά την ανάγκη της ουσιαστικής ενημέρωσης του δανειολήπτη για τη μεταβολή του δικαιούχου της απαίτησης και της σχέσης διαχείρισης. Το σκεπτικό αυτό ερμηνεύτηκε από τα πολιτικά δικαστήρια, ως εντολή στους φέροντες το βάρος της απόδειξης για προσκομιδή των σχετικών συμβάσεων.
ΙΙΙ. Η Απόφαση 1399/2025 ΕφΑθ: Η Επισημοποίηση της Τάσης προς Διαφάνεια και Δημοσιότητα των συγκεκριμένων εκ του νόμου οριζόμενων συμβάσεων
Η πρόσφατη απόφαση υπ’ αριθμ. 1399/2025 του Εφετείου Αθηνών επιβεβαιώνει, ότι η καταχώριση των συμβάσεων μεταβίβασης και διαχείρισης στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου ικανοποιεί μεν τις απαιτήσεις αναγγελίας, κατά το άρθρο 3 του Ν. 5072/2023 (όπως και τα άρθρα 455 επ. ΑΚ), δεν αρκεί όμως για την πλήρη απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης. Κατά την απόφαση:
«Η καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης στα δημόσια βιβλία έχει τα αποτελέσματα της αναγγελίας της εκχώρησης και δεν αναιρεί την υποχρέωση της εκκαλούσας να αποδεικνύει εγγράφως την νομιμοποίηση της... ενώ η προσκόμιση των αντιγράφων της καταχώρησης... των ως ανω συμβάσεων μεταβίβασης και διαχείρισης απαιτήσεων δεν αποδεικνύει και το περιεχόμενο το συμβάσεων αυτών».
Το Δικαστήριο καθιστά σαφές, ότι η ενεργητική νομιμοποίηση τελεί υπό την προϋπόθεση της απόδειξης του περιεχομένου της σύμβασης και της ένταξης της επίδικης απαίτησης εντός αυτής.
IV. Η Έννοια της Έγγραφης Απόδειξης και η Σχέση της με το Δίκαιο των Εκχωρήσεων
Η έγγραφη απόδειξη, κατά το άρθρο 623 ΚΠολΔ, προϋποθέτει την ύπαρξη εγγράφου, από το οποίο προκύπτει, όχι μόνον το δικαίωμα, αλλά και η ιδιότητα του αιτούντος. Η απλή αναγγελία ή μονομερής βεβαίωση δεν συνιστά επαρκές αποδεικτικό στοιχείο.
Το Δικαστήριο δικαίως απαιτεί προσκόμιση ολόκληρης της σύμβασης και των παραρτημάτων, καθόσον αυτά περιέχουν τους “... όρους της σύμβασης μεταβίβασης, τη συμφωνία, αν όντως ανατέθηκε αρχικά στην... (servicer), με ποιους όρους και αν η καθ' ης ανέλαβε όντως τη διαχείριση της εν λόγω απαίτησης και κυρίως το δικαίωμα δικαστικής επιδίωξης ως μη δικαιούχος διάδικος...”.
V. Νομοθετικές και Νομολογιακές Συγκλίσεις: Από τον Ν. 3156/2003 στον Ν. 5072/2023
Το ενωσιακά εμπνευσμένο πλαίσιο του Ν. 3156/2003, του Ν. 4354/2015 και εν συνέχεια του Ν. 5072/2023, ήλθε να διευκολύνει τη δευτερογενή αγορά δανείων, χωρίς όμως να φθάσει να μειώσει τις, αναγκαστικού δικαίου και δημοσίας τάξεως, εγγύησεις δημοσιότητας διαφάνειας και ενημέρωσης. Η απαίτηση για καταχώριση δεν υποκαθιστά, αλλά συμπληρώνει την υποχρέωση έγγραφης απόδειξης, κατά την έκδοση διαταγής πληρωμής ή την άσκηση αγωγής.
Η πρόσφατη νομολογία των Εφετείων και Πρωτοδικείων (ιδίως η 1399/2025 ΕφΑθ) ευθυγραμμίζεται με τη γραμμή αυτή, ενισχύοντας τον έλεγχο νομιμοποίησης, μέσω πλήρους διαύγειας.
Συμπεράσματα
Η απόφαση του Εφετείου Αθηνών αποτελεί κομβικό σημείο στον εξελισσόμενο νομικό διάλογο, αναφορικά με τα όρια της έγγραφης απόδειξης της νομιμοποίησης servicers και funds. Σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης κοινωνικής ευαισθησίας και δικαστικής αυστηρότητας, η διαφάνεια, η δημοσιότητα και η πλήρης αποδεικτική πληρότητα καθίστανται, όχι μόνον απαιτήσεις νομιμότητας, αλλά και απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη δικαστική λειτουργία.
Η συμβολή της απόφασης 1399/2025 στη διαμόρφωση σταθερής και προβλέψιμης νομολογίας δεν μπορεί παρά να κριθεί θετικά, με τον Δικηγορικό μας Οίκο να είχε την τιμή να εκπροσωπήσει επιτυχώς τους εντολείς του στην υπόθεση, που οδήγησε στην έκδοση της εν λόγω απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου με τίτλο «ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ στην αναγκαστική εκτέλεση» με υπότιτλο «Περί Πλειστηριασμών - Από τη θεωρία στην πράξη» ISBN 978-618-00-3736-4