Οι servicers δείχνουν να «ξεπερνάνε» κάθε όριο με τις καταχρηστικές πρακτικές, τις οποίες ασκούν, εις βάρος των δανειοληπτών της χώρας. Ο ρόλος που έχουν αναλάβει αποτελεί την άμεση ανάκτηση απαιτήσεων μέσω της βίαιης ρευστοποιησης της περιουσίας των οφειλετών, μη λογαριάζοντας τα οικονομικά και κοινωνικά πλήγματα, τα οποία θα σημειωθούν στη ζωή τους, αλλά και της οικογενείας τους, ακόμα και των εργαζομένων μίας επιχείρησης δανειοληπτών, όταν αφορά οφειλές εταιρείας.
Η καταχρηστική συμπεριφορά των funds εμφανίστηκε σε ακόμα μία περίπτωση εντολέων του Δικηγορικού Οίκου «Lekkakou & Associates – Law Firm». Γνωστή οικογενειακή επιχείρηση αρτοποιίας, με υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα, βρέθηκε αντιμέτωπη, τον Νοέμβριο του 2023, με την κατάσχεση των τραπεζικών λογαριασμών της, σχεδόν αμέσως μετά την έκδοση διαταγής πληρωμής εναντίον της. Όπως γίνεται κατανοητό, η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών αποτελεί ανυπέρβλητο κώλυμα στην εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης, καθώς δεν δύναται να λάβουν χώρα συναλλαγές, τόσο στα πλαίσια του λιανικού εμπορίου, όσο και χονδρικής πώλησης, ενώ και οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να λάβουν τη νόμιμη αμοιβή τους για τα δεδουλευμένα τους.
Προκειμένου να αποδεσμευτούν οι κατασχεμένοι τραπεζικοί λογαριασμοί, πλην της ανακοπής που καταθέσαμε κατά της διαταγής πληρωμής, αλλά και της κατασχέσεως εις χείρας τρίτων, προχωρήσαμε άμεσα στις κατάλληλες δικαστικές ενέργειες, με τον δικαστή να εκδίδει, τον Δεκέμβριο του 2023, προσωρινή διαταγή, με την οποία ανεστάλη η δέσμευση των λογαριασμών, μέχρι την ημερομηνία συζητήσεως και έκδοσης της απόφασης του δικαστηρίου.
Στην προκειμένη προσωρινή διαταγή, παρότι τα περισσότερα τραπεζικά ιδρύματα συμμορφώθηκαν, ως όφειλαν εκ του νόμου, η κατασχούσα αντίδικος, η οποία εκπροσωπεί το fund που έχει αναλάβει τη δανειακή απαίτηση από την τράπεζα, στην οποία η επιχείρηση διατηρεί τους τραπεζικούς της λογαριασμούς, δεν ανταποκρίθηκε, συνεχίζοντας να δημιουργεί προβλήματα στις συναλλαγές, καθώς μέσω της συγκεκριμένης τραπέζης πραγματοποιούνται όλες οι μισθοδοσίες του προσωπικού, αλλά και η τήρηση της ρύθμισης του Δημοσίου. Ταυτόχρονα, και η τρίτη εταιρεία, εις χείρας της οποίας είχε επιβληθεί η κατάσχεση, με την οποία η επιχείρηση των εντολέων μας είχε συμβληθεί για την χρήση του, απαραίτητου για τις πωλήσεις της, μηχανήματος P.O.S., συνέχιζε να αγνοεί την προσωρινή διαταγή.
Ως εκ τούτου, οι δικηγόροι μας αναγκάστηκαν να προσφύγουν ξανά στο δικαστήριο, καταθέτοντας αίτηση, προκειμένου να διαταχθεί η αντίδικος να συμμορφωθεί στα ορισθέντα με την προσωρινή διαταγή. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ήδη εκδοθείσα διαταγή, διατάσσοντας εκ νέου την αναστολή της κατάσχεσης των λογαριασμών, με την τρίτη εταιρεία – ιδιοκτήτρια του P.O.S. να ανταποκρίνεται, μόλις τον Φεβρουάριο του 2024.
Λίγους μήνες αργότερα, ακολούθησε η εκδίκαση της κύριας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, όπου πιθανολογήθηκε η ευδοκίμηση της ασκηθείσας ανακοπής κατά του κατασχετηρίου εις χείρας τρίτων που κοινοποιήθηκε και εν γένει της εκτελεστικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να διαταχθεί, έτι μια ακόμη φορά, η αναστολή της επιβληθείσας κατάσχεσης.
Παρόλα αυτά, μέχρι σήμερα, ήτοι ένα ολόκληρο έτος αργότερα και εν αναμονή της συζητήσεως της ανακοπής, η εταιρεία διαχείρισης, ύστερα από την έκδοση δύο προσωρινών διαταγών, αλλά και μίας δικαστικής απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, που διατάσσουν την αναστολή κατασχέσεως των τραπεζικών λογαριασμών της επιχείρησης, συνεχίζει να μην υπακούει και να τις παραβιάζει, δεσμεύοντας, όλως παρανόμως, χρηματικά ποσά, τα οποία κατατίθενται από αγοραστές, εμπόρους κτλ.
Η προαναφερθείσα ενέργεια των servicers, μόνο ως αδικαιολόγητη και εριστική μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς αυτή αποσκοπεί ουσιαστικά στην οικονομική εξασθένηση, αλλά και την ηθική εξαθλίωση των ιδιοκτητών της επιχείρησης. Η συνεχής δέσμευση ποσών, η οποία «καταστρέφει» τη λειτουργικότητα της, δύναται να «διαλύσει» τους οφειλέτες, σε όλους τους τομείς της ζωής τους, με αποκλειστική υπαιτιότητα των πιστωτών, που αρνούνται να συμμορφωθούν στις δικαστικές διαταγές και αποφάσεις, συγχρόνως και στο να συναινέσουν σε διευθέτηση των οφειλών, όταν και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες έχουν κάνει σαφή την πρόθεσή τους για ρύθμιση αυτών.
Η ασυδοσία των funds όμως και αντίστοιχες πρακτικές τους πρέπει να λάβουν τέλος. Και από τη στιγμή που τα δικαστήρια της χώρας, πρόσκεινται φιλικά στους οφειλέτες, δεν αργεί… η ώρα, που και οι πιστωτές θα κατανοήσουν, πως οι δανειακές απαιτήσεις δεν τακτοποιούνται μόνο με κατασχέσεις, οι οποίες αναστέλλονται δικαστικώς συνεχώς, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερη καθυστέρηση στις προθεσμίες που τους έχουν τεθεί και θα συμβιβαστούν εν τέλει με μία υγιή και ευνοϊκή ρύθμιση, η οποία θα λύσει τα προβλήματα αμφοτέρων.
Οι μεθοδεύσεις των servicers εντείνονται συνεχώς, στοχοποιώντας μονίμως την ακίνητη περιουσία των δανειοληπτών. Μάλιστα, δεν διστάζουν να αψηφούν και να καταστρατηγούν δικαστικές αποφάσεις για ήδη ακυρωμένες διαταγές πληρωμής και κατασχετήριες εκθέσεις, εκδίδοντας νέες, εις βάρος του οφειλέτη, χωρίς ωστόσο να έχουν ακόμα αποδείξει τη νομιμότητα των πράξεών τους.
Με μία τέτοια περίπτωση ήρθε αντιμέτωπος ο Δικηγορικός Οίκος «Lekkakou & Associates – Law Firm», όταν η εταιρεία διαχείρισης CEPAL εξέδωσε επιταγή προς πληρωμή και κατασχετήρια έκθεση, κατά εντολέα του, ο οποίος διατηρεί μεγάλη επιχείρηση στην Κρήτη και έφερε απαίτηση, ύψους 800.000€ για σύμβαση ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού. Μάλιστα, ο ίδιος έχει κάνει και αίτηση στην πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού, αναμένοντας την εξαγωγή προτεινόμενης ρύθμισης.
Η πιστώτρια εταιρεία λοιπόν, μέσα στο 2024 προχώρησε στην έκδοση κατασχετήριας έκθεσης εναντίον του δανειολήπτη. Ωστόσο, ο προγραμματισμένος πλειστηριασμός δεν διεξήχθη ποτέ, καθώς το δικαστήριο εξέδωσε δεκτή απόφαση σε πρωτόδικο βαθμό για την ανακοπή που κατέθεσαν οι δικηγόροι μας, ακυρώνοντας την επιταγή προς πληρωμή και την κατασχετήρια έκθεση, λόγω μη τήρησης διατάξεων αναγκαστικού δικαίου και δημόσιας τάξης, με τη νόμιμη μεταβίβαση της δανειακής απαίτησης στο fund να μην αποδεικνύεται έννομα.
Παρά τη δεκτή απόφαση, οι servicers, όχι μόνο επανήλθαν, αλλά, αδιαφορώντας για την ακυρότητα των προηγούμενων πράξεων εκτέλεσης, εξέδωσαν νέα επιταγή προς πληρωμή και επέβαλαν εκ νέου κατάσχεση για την ίδια απαίτηση, στηριζόμενοι μάλιστα στην ίδια ιστορική και νομική βάση. Η εταιρεία διαχείρισης δηλαδή, χωρίς να έχει «διορθώσει» τα προηγούμενα σφάλματά της, προκειμένου να αποδείξει, ότι νόμιμα κινείται δικαστικώς για την εν λόγω απαίτηση, αγνοεί την ήδη δεκτή πρωτόδικη απόφαση, «κυνηγώντας» τον οφειλέτη με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα, πάλι σε πρωτόδικο βαθμό και όχι σε εφετειακό.
Το Πρωτοδικείο, ως ήταν λογικό, έκρινε άκρως παράνομη και καταχρηστική τη συγκεκριμένη μεθόδευση των servicers, αφού, χωρίς να «θεραπευτεί» η προηγούμενη παράνομη δικαστική τους δράση, δεν νοείται να επαναλαμβάνουν την ίδια διαδικασία. Η ανακοπή του εντολέα μας έγινε κι αυτή δεκτή, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, με νεότερη κρίση, που επιβεβαίωνε τις ακυρότητες, οι οποίες είχαν κριθεί ήδη και στο παρελθόν, από άλλη σύνθεση Δικαστηρίου.
Γίνεται αντιληπτό, ότι οι servicers πιέζονται περισσότερο από τους στόχους εισπραξιμότητας και τα ποσοστά ανακτήσεων που τους έχουν τεθεί, παρά από τις εποπτικές αρχές, στις οποίες λογοδοτούν για τις κατ’ επανάληψη παράνομες και καταχρηστικές συμπεριφορές. Έτσι, ανενδοίαστοι και χωρίς καν να έχουν προσβάλει τις δεκτές πρωτόδικες αποφάσεις που ήδη εκδόθηκαν για την ένδικη απαίτηση, προχώρησαν για τρίτη φορά στην κοινοποίηση νέας επιταγής προς πληρωμή, ΟΜΟΙΑΣ ΜΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΑΚΥΡΩΘΕΙΣΕΣ ΕΠΙΤΑΓΕΣ ΠΡΟΣ ΠΛΗΡΩΜΗ, και στην επιβολή κατάσχεσης εις χείρας όλων των τραπεζών και τρίτων, αυτήν τη φορά, από τους οποίους προέρχονταν τα έσοδα της επιχείρησης του εντολέα μας.
ΤΑ ΕΣΟΔΑ – ΜΙΣΘΩΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΕΙΧΑΝ ΗΔΗ ΔΗΛΩΘΕΙ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ, ΠΡΟΣ ΕΞΥΠΗΡΈΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΗΣ ΤΟΥΣ ΕΝΑΝΤΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΩΝ ΤΟΥΣ. Όμως τελικά, στόχος των servicers, όπως αποδεικνύεται, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΑΛΛΑ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ΤΟΥ «θηράματος», ώστε να αναγκαστεί να εγκαταλείψει τον δικαστικό αγώνα και την προσπάθεια να παραμείνει εντός του διαρθρωμένου και εποπτευόμενου εξωδικαστικού μηχανισμού, για να ρυθμίσει, βάσει των κανόνων που τον διέπουν.
Αξίζει να σημειωθεί, πως η δεκτή απόφαση της ανακοπής που ασκήθηκε από τον δικηγορικό μας οίκο, ήταν η 5η κατά σειρά που δικαιώνει τον οφειλέτη και αφορά τον εκτελεστό τίτλο του ίδιου fund, καθώς μέχρι στιγμής έχουν γίνει οριστικά δεκτές τρεις ανακοπές, αλλά και δύο προσωρινές διαταγές, πάντα για την ίδια οφειλή, από το ίδιο fund, με ενέργειες και πρωτοβουλίες του ίδιου servicer (CEPAL).
Τα funds παρουσιάζουν μία αδικαιολόγητη και προκλητική εικόνα απέναντι στους οφειλέτες της χώρας μας, εντείνοντας όλο ένα και περισσότερο την πίεση τους. Χωρίς να έχουν συμμορφωθεί, ακόμα και στον Ν.5072/2023, ο οποίος κάνει λόγο για διαφάνεια των πιστωτών και δημοσιοποίηση όλων των απαιτούμενων στοιχείων που χρειάζεται να γνωρίζει ο δανειολήπτης για την οφειλή του, επαναλαμβάνουν τις ίδιες παράνομες διαδικασίες, μέχρι να εξουθενώσουν οικονομικά τους οφειλέτες και να τους αναγκάσουν να εγκαταλείψουν… τη μάχη, παραδίδοντάς τους στο τέλος αμαχητί την ακίνητη περιουσία τους, που με κόπους ζωής «πάλεψαν» να δημιουργήσουν.
Όπως γίνεται κατανοητό, το κύριο ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί πλέον, δεν είναι η απόδειξη της νομιμοποίησης των funds, αλλά ο πλήρης έλεγχός και η εποπτεία των servicers από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών, καθώς δεν νοείται να εκδίδονται νέες διαταγές πληρωμής και κατασχετήριες εκθέσεις, με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα και λόγους που έχουν ήδη ακυρωθεί με πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις.
Ο τρόπος λειτουργίας όλων αυτών των εταιρειών, πλέον καταδικάζεται δικαστικώς, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς οι νομικοί σύμβουλοι γνωρίζουν πλέον τον τρόπο, με τον οποίο ο οφειλέτης μπορεί να ακυρώσει τις πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του και να τον βοηθήσουν να ρυθμίσει τις οφειλές του, δίχως τον φόβο ενδεχόμενου νέου πλειστηριασμού, είτε μέσω των διμερών διαπραγματεύσεων, είτε μέσω της πλατφόρμας του εξωδικαστικού μηχανισμού.
Όμως, για να αποφευχθούν οι συνεχείς νομικές ενέργειες που θα καταστρέψουν οικονομικά τους δανειολήπτες, πρέπει να προβλεφθεί, από τις αρμόδιες Αρχές, μια δικλείδα εποπτείας της εκμετάλλευσης των funds, λόγω της δεσπόζουσας θέσης τους, η οποία τους επιτρέπει να ασκούν ανενόχλητα, ακραίες καταχρηστικές πρακτικές, δίχως να χρειάζεται να λογοδοτήσουν σε κανέναν, μέχρι να οδηγηθούν στις δικαστικές αίθουσες.
Οι περισσότεροι οφειλέτες, εκτός από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές που προέκυψαν, μετά από δανειακές συμβάσεις, τις οποίες είχαν υπογράψει κατά το παρελθόν με τις τράπεζες, παράλληλα αντιμετωπίζουν αντίστοιχες με το Δημόσιο και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Λόγω δε της οικονομικής κρίσης και με σκοπό την προστασία της πρώτης τους κατοικίας, πολλοί δανειολήπτες, μη μπορώντας πλέον να καταβάλλουν τις απαιτούμενες μηνιαίες δόσεις και φόρους, υπέβαλαν την αίτησή τους στον Ν.3869/2010, προκειμένου να ρυθμίσουν δικαστικώς.
Αντίστοιχη περίπτωση αποτελεί ανδρόγυνο οφειλετών - εντολέων του Δικηγορικού Οίκου «Lekkakou & Associates - Law Firm», το οποίο υπέβαλε αίτηση στον γνωστό «Νόμο Κατσέλη», καθώς το ετήσιο εισόδημα αμφότερων, δεν μπορούσε να «καλύψει» την αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων, απέναντι στις τράπεζες, αλλά και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
Συγκεκριμένα, η αίτηση υποβλήθηκε το 2015, με τις συνολικές οφειλές του ζεύγους να ανέρχονται γύρω στις 200.000€ και το μηνιαίο τους εισόδημα να υπολογίζεται μόλις στα 1.000€, καθώς ο σύζυγος, μετά από παύση εργασίας του ως ελεύθερος επαγγελματίας, αλλά και απόλυση από τη μεταγενέστερη δουλειά του, απασχολούταν ως υπάλληλος με τον κατώτατο μισθό, ενώ η έτερη οφειλέτρια εργαζόταν συγκεκριμένους μήνες του χρόνου με πολύ χαμηλές απολαβές. Να σημειωθεί, ότι καμία άλλη πηγή εισοδήματος δεν υπήρχε, ενώ και η αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας που διαθέτει ο πρώτος, αποδεικνύεται μικρή.
Με τα παραπάνω κριτήρια, ως ήταν ορθό, το Δικαστήριο, κατόπιν της συζητήσεως που διεξήχθη 3 χρόνια αργότερα από την αίτηση, δέχτηκε το σύνολο των ισχυρισμών του δικηγορικού μας οίκου και εξέδωσε δεκτή απόφαση, όπου όριζε μηδενική καταβολή δόσεων για το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από το 2015, προστατεύοντας την πρώτη κατοικία του ζεύγους και ρυθμίζοντας παράλληλα δόση για κάθε οφειλέτη, από το 2019 και μετά, το ποσό των 90,66€ πλέον τόκου, συμπεριλαμβάνοντας και τις οφειλές του συζύγου προς τον ΕΦΚΑ.
Παρά τη δεκτή απόφαση, ο κοινωνικός φορέας ασφάλισης άσκησε έφεση κατά αυτής, με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ωστόσο, να μη συμμετέχουν. Εν τέλει, οι ενστάσεις του ΕΦΚΑ, ο οποίος θεωρούσε, πως δεν προβλέπεται να ενταχθούν οι οφειλές προς τα δημόσια ταμεία στον Νόμο, καθώς υποστήριζε, ότι δεν ήταν βεβαιωμένες οι ασφαλιστικές εισφορές του δανειολήπτη και δεν είναι εξακριβωμένο, το αν έφερε ο οφειλέτης την εμπορική ιδιότητα κατά το διάστημα εκείνο, δεν έγιναν δεκτές. Η έφεση απορρίφθηκε με απόφαση που εκδόθηκε το 2020 και επικαιροποίησε την αρχική, δικαιώνοντας εκ νέου τους οφειλέτες.
Ο ΕΦΚΑ, ακόμη και μετά την απόρριψη της εφέσεώς του, επανήλθε, ασκώντας και αίτηση αναιρέσεως, ως συνηθίζει το δημόσιο να εξαντλεί όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Για τρίτη φορά, οι οφειλέτες δικαιώθηκαν, αυτή τη φορά οριστικά και αμετάκλητα, με τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία δημοσιεύτηκε πριν λίγους μήνες, με το ανώτατο δικαστήριο να συμφωνεί και αυτό με το επιχείρημά μας, ότι είναι δηλαδή συνταγματικά επιβεβλημένη η ένταξη των οφειλών προς τα δημόσια ταμεία στον Ν.3869/2010, σύμφωνα και με την τροποποίηση αυτού, από τον Ν.4336/2015, πέρα σαφώς από κοινωνικά και οικονομικά επιβεβλημένη και αναγκαία, λόγω της κρίσης που έπληξε τη χώρα μας.
Συμπερασματικά, οι δύο οφειλέτες, ως φυσικά πρόσωπα, δικαίως εντάχθηκαν στον Ν.3869/2010, αφού παρήλθαν, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους, οι οποίες δημιουργήθηκαν την περίοδο της οικονομικής κρίσης της χώρας και μετά, καθώς τα εισοδήματα τους μειώθηκαν δραματικά, ενώ και οι ισχυρισμοί του κοινωνικού φορέα ασφάλισης καταρρίφθηκαν δικαστικώς, τόσο την πρώτη, όσο και τη δεύτερη φορά, αφού, όπως ορίζεται από την τροποποίηση που αναφέρθηκε, πρέπει να συμπεριλαμβάνονται και οι οφειλές προς αυτόν, μέσα στα πλαίσια της ένταξής των δανειοληπτών στον Νόμο Κατσέλη. Τα δικαστήρια δέχτηκαν τα επιχειρήματα του δικηγορικού μας οίκου και την προσκομιζόμενη από εμάς σχετική νομολογία, προς αντίκρουση των ενστάσεων του ΕΦΚΑ, με τους δανειολήπτες να συνεχίζουν να καταβάλλουν τη μηνιαία δόση, που όρισε το 2019 η δεκτή απόφαση ένταξής τους στον σχετικό Νόμο.
Οι servicers συνεχίζουν ακάθεκτοι τη διενέργεια πλειστηριασμών, μη λογαριάζοντας την καλή πρόθεση των δανειοληπτών για διευθέτηση της οφειλής τους, αψηφώντας μάλιστα τις ακυρότητες από τις οποίες συχνά πάσχει η νομιμοποίησή τους, ως διαπιστώνονται, ουκ ολίγες φορές, δικαστικά, μετά την άσκηση ανακοπών κατά της διαταγής πληρωμής ή / και της κατασχετήριας έκθεσης. Η άσκηση των ένδικων αυτών βοηθημάτων απαιτείται να γίνεται εντός συγκεκριμένης αποκλειστικής προθεσμίας που τάσσει ο νόμος. Ωστόσο, σε περίπτωση εντολέα του Δικηγορικού Οίκου «Lekkakou & Associates – Law Firm», αν και ασκήθηκε ανακοπή κατά της κατακυρωτικής έκθεσης που ακολούθησαν τη διενέργεια του πλειστηριασμού, διατηρήθηκαν σημαντικές ελπίδες για ακύρωση αυτού ως και της κατακύρωσης στον υπερθεματιστή – νέο ιδιοκτήτη.
Αναλυτικότερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο εντολέας μας ευθύνεται ως εγγυητής για οφειλή της πρωτοφειλέτριας βιοτεχνικής εταιρείας, στην οποία μετείχε. Η εταιρεία συμβλήθηκε με την Τράπεζα, συνάπτοντας σύμβαση ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αυξημένων χρηματοοικονομικών αναγκών της, κατά τα χρόνια της κρίσης. Εν τέλει, η εταιρεία οδηγήθηκε σε λύση και παύση εργασιών, ενώ η οφειλή, που προέρχονταν από την εν λόγω σύμβαση, όλο ένα και αυξανόταν, φτάνοντας τις 300.000€.
Παρά το γεγονός, ότι η πρωτοφειλέτρια εταιρεία φέρει σημαντικότατης αξίας ακίνητη περιουσία, εκ της οποίας δύναται να ικανοποιηθεί η εν λόγω απαίτηση, γνωστή εταιρεία διαχείρισης, φερόμενη ως διαχειρίστρια, μετά από επικαλούμενη μεταβίβαση της απαίτησης σε fund, επέλεξε όλως καταχρηστικά να προβεί σε επιβολή κατάσχεσης επί της προσωπικής περιουσίας και συγκεκριμένα της κατοικίας του εγγυητή.
Ο εγγυητής, όλως καλόπιστα, προχώρησε σε διαπραγματεύσεις και επικοινωνίες με την εταιρεία διαχείρισης, ώστε να αποτρέψει τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού. Ωστόσο, λίγες ημέρες πριν την προγραμματισμένη διεξαγωγή του πλειστηριασμού, η τελευταία αξίωσε την εφάπαξ καταβολή υπέρογκου ποσού, το οποίο και ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί, με αποτέλεσμα να διεξαχθεί ο πλειστηριασμός και να κατακυρωθεί το ακίνητο σε γνωστή κατασκευαστική εταιρεία.
Παρά το γεγονός, ότι ο εντολέας μας δεν είχε ασκήσει ανακοπή, κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, λόγω της εύλογης πεποίθησής του, ότι θα υπάρξει εξωδικαστική λύση, ο Δικηγορικός Οίκος «Lekkakou & Associates – Law Firm» κατάφερε να αξιοποιήσει και να αναδείξει, έστω και στο ύστατο αυτό σημείο, τις πλημμέλειες που αφορούν τον διεξαχθέντα πλειστηριασμό και ιδίως την έλλειψη νομιμοποίησης της εταιρείας διαχείρισης, με εντολή της οποίας αυτός διενεργήθηκε. Εξ εγγράφων, αποδείχτηκε, ότι, όχι μόνο η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης δεν νομιμοποιούνταν να επισπεύσει τον ένδικο πλειστηριασμό, αλλά ακόμα και να καταγγείλει τη συγκεκριμένη σύμβαση δανείου.
Αφού ασκήθηκε ανακοπή κατά της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακυρωτικής έκθεσης, με την οποία κατ αρχήν μεταβιβάσθηκε η κυριότητα του ακινήτου στην εταιρεία που πλειοδότησε στον πλειστηριασμό, το Δικαστήριο αρχικά εξέδωσε προσωρινή διαταγή, με την οποία διέταξε τη μη αποβολή του εντολέα μας από το ακίνητό του, ενώ ακολούθησε η έκδοση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, όπου και πάλι απαγορεύθηκε κάθε πράξη αποβολής και εγκατάστασης, εκ μέρους της φερόμενης ως νέας ιδιοκτήτριας εταιρείας, μέχρι την εκδίκαση της κύριας ανακοπής.
Εν κατακλείδι, παρότι, εκ πρώτης όψεως, η διενέργεια του πλειστηριασμού φαίνεται να «καταδικάζει» τον οφειλέτη και να τον οδηγεί σε «ξαφνικό θάνατο» και δη στην άμεση αποβολή του από το ακίνητο, ενδέχεται, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις και δυνάμει εξαιρετικών νομικών λόγων, να πραγματοποιηθεί ακόμα και η ακύρωση του διενεργηθέντος πλειστηριασμού και της κατακύρωσης.
Η αδιαφάνεια και οι μεθοδεύσεις των servicers αναδεικνύονται πλέον στα δικαστήρια και αποδεικνύονται από τις δεκτές αποφάσεις που εκδίδονται υπέρ των δανειοληπτών. Τα funds, όχι μόνο δεν μπορούν να αποδείξουν νόμιμα τη διαχείριση των δανειακών απαιτήσεων που «υποτίθεται» πως έχουν αναλάβει από τις ελληνικές τράπεζες, αλλά, μάλιστα, υποπίπτουν στα ίδια σφάλματα, ακόμη και μετά από πρωτόδικες δικαστικές αποφάσεις που έκριναν, ότι δεν αποδεικνύεται η νομιμοποίησή τους, καθώς και οι εφέσεις, στις οποίες προσφεύγουν, προκειμένου να δικαιωθούν, φανερώνουν περαιτέρω την διαρκώς αυξανομένη «πίεση» που ασκούν - όχι για ρύθμιση των οφειλών, ως έχουν εκ του νόμου υποχρέωση, αλλά για άμεση ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των οφειλετών.
Τα όρια φάνηκε να «ξεπερνά» servicer σε περίπτωση εντολέα του Δικηγορικού Οίκου «Lekkakou & Associates - Law Firm». Ο οφειλέτης, ο οποίος διατηρεί γνωστή εταιρεία εμπορίας αυτοκινήτων, δικαιώθηκε, μετά από απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου το 2019, που έκανε δεκτή την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, ακυρώνοντας την, αφού δεν αποδείχτηκε η νομιμότητα της διαχείρισης της δανειακής απαίτησης από το fund. Πάρα ταύτα, το τελευταίο, εκπροσωπούμενο από ελληνική εταιρεία διαχείρισης, προχώρησε σε έφεση, προσβάλλοντας την απόφαση του δικαστηρίου, με το σκεπτικό, ότι θα αποδείξει τη νομότυπη δράση του και θα επαναφέρει σε ισχύ την κοινοποιηθείσα, από το 2018, διαταγή πληρωμής.
Σε πρώτη φάση, η έφεση συζητήθηκε το 2023, όταν εκδόθηκε μη οριστική απόφαση από το Εφετείο, καθώς αποφασίστηκε να αναβληθεί η συνέχιση της δίκης, ώστε να δοθεί εύλογη προθεσμία στο αλλοδαπό fund, να προσκομίσει τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα, τα οποία ισχυριζόταν πως διατηρεί στην κατοχή του, προκειμένου να αποδείξει τη διαχείριση της δανειακής απαίτησης, συμπληρώνοντας τη σχετική έλλειψη στοιχείων που προέκυπτε.
Μολονότι, η νέα δικάσιμος της έφεσης πραγματοποιήθηκε το επόμενο έτος, ήτοι το 2024, ούτε τότε προσκομίστηκε το πλήρες κείμενο της, από το 2017, σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης της δανειακής απαίτησης, με τον servicer να παρουσιάζει για ακόμη μία φορά ελλιπή στοιχεία ενώπιον δικαστηρίου. Το Εφετείο, βλέποντας την εταιρεία διαχείρισης να μη συμμορφώνεται στην υποχρέωση που της είχε επιβληθεί, εξέδωσε τελεσίδικη απόφαση, κρίνοντας απαράδεκτη την έφεση που ασκήθηκε, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης του fund.
Από την παραπάνω περίπτωση, προκύπτει, ότι μετά τις πρωτόδικες δεκτές αποφάσεις υπέρ των οφειλετών, ξεκινάει και μια σειρά εφετειακών αποφάσεων, οι οποίες «μαρτυρούν» την ασυδοσία των funds, αλλά και τον «ύπουλο» τρόπο που κινούνται, προσπαθώντας να πιάσουν... αδιάβαστο τον δανειολήπτη και να του εκποιήσουν στο τέλος την ακίνητη περιουσία, αν δεν έχει την κατάλληλη νομική υπεράσπιση στο πλευρό του, που γνωρίζει πλέον πως να χειριστεί αντίστοιχες καταστάσεις.
Οδεύοντας προς το τέλος του 2024, οι δανειολήπτες έχουν καταλάβει, πως λειτουργούν οι servicers και δεν φοβούνται να αντιπαρατεθούν απέναντι τους, αφού είναι γνωστό δημοσίως, ότι εκδίδεται σταθερά, εδώ και αρκετό καιρό, μια σειρά αποφάσεων που καταδικάζει τις μεθοδεύσεις τους, πλέον και σε εφετειακό επίπεδο. Παρά τον Ν.5072/2023, ο οποίος έκανε λόγο για διαφάνεια, μέσω της ανάρτησης όλων των στοιχείων των οφειλών ενός δανειολήπτη στις αντίστοιχες ηλεκτρονικές πλατφόρμες των εταιρειών διαχείρισης (όπου θα αναγραφόταν και ο έννομος κάτοχος της δανειακής απαίτησης), αποδεικνύεται δικαστικώς, ότι δεν καθίσταται σαφές, ποια είναι τα ακριβή ποσά των οφειλών, καθώς και ποιος είναι ο αποδεδειγμένα υπεύθυνος για την είσπραξη αυτών.
Η αδιαφάνεια συνεχίζεται, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον αρμόδιο ρόλο της εποπτείας της αγοράς των δανειακών απαιτήσεων και το όλο θέμα των «κόκκινων δανείων» δεν μοιάζει να λύνεται από τις μεταβιβάσεις. Όμως, ο κόσμος που συνεχίζει να βιώνει... όλα τα δεινά του συγκεκριμένου οικονομικού προβλήματος, ελπίζει και αντιστέκεται πλέον στις τακτικές των servicers, αφού βλέπει, ότι τα δικαστήρια της χώρας, τον δικαιώνουν, όλο και περισσότερο.
Όπως αναλύθηκε σε πρόσφατη αρθρογραφία μας και αναδημοσιεύτηκε από πολλά Μέσα Ενημέρωσης στο διαδίκτυο, υποθέσεις που ανέλαβε ο Δικηγορικός Οίκος «Lekkakou & Associates - Law Firm» ανέδειξαν δύο μεθοδεύσεις που χρησιμοποιούν οι servicers, προκειμένου να παρακάμπτουν τη διαδικασία του Εξωδικαστικού Μηχανισμού και να προχωρούν παρανόμως σε δικαστικές ενέργειες, κατά του οφειλέτη. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα αναδειχτεί και τρίτη μεθόδευση των funds, όπου καταστρατηγούν προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις και προγραμματίζουν πλειστηριασμούς, δίχως να έχουν το έννομο αυτό δικαίωμα.
Εντολέας - δανειολήπτης του Δικηγορικού μας Οίκου, ο οποίος διατηρεί μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία στην Ελλάδα, βρέθηκε στο «στόχαστρο» των servicers, αντιμετωπίζοντας εκ νέου πλειστηριασμό της ακίνητης περιουσίας του, μολονότι είχε προηγηθεί δικαστική κρίση και ακύρωση της προηγούμενης κατάσχεσης ακινήτου, που επισπεύδετο από την ίδια εταιρεία διαχείρισης, βάσει του ίδιου εκτελεστού τίτλου και για την είσπραξη της ίδιας απαίτησης με τότε, καθυστερώντας παράλληλα την ολοκλήρωση της διαδικασίας του εξωδικαστικού μηχανισμού.
Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 2024, το Πρωτοδικείο είχε ήδη αποφανθεί επί της ανωτέρω ένδικης διαφοράς, με απόφασή του, που έκρινε, ότι η συγκεκριμένη εταιρεία διαχείρισης δεν νομιμοποιείται να προβαίνει σε πράξεις εκτέλεσης (κατάσχεση, επιταγή προς πληρωμή) κατά της επιχείρησης του εντολέα μας, καθώς, βάσει των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από αυτήν εγγράφων, αποδείχθηκε, πως δεν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και δημόσιας τάξης, οι οποίες αφορούν την υποχρεωτική τήρηση της δημοσιότητας, ως προς τον συστατικό τύπο των συμβάσεων πώλησης και διαχείρισης των τιτλοποιημένων δάνειων, με συνέπεια να ακυρωθούν η επιταγή προς πληρωμή και η κατάσχεση που είχε επιβληθεί.
Μετά και τη δεκτή απόφαση, κατά της κατάσχεσης, ο δανειολήπτης, που επεδίωκε να ρυθμίσει, κατέφυγε στις διαδικασίες υπαγωγής του στην πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού.
Παρόλα αυτά, λίγες ημέρες αργότερα, η ΙΔΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΑΠΑΙΤΗΣΗ!!! αγνόησε, με προκλητικό τρόπο, την προαναφερθείσα οριστική δικαστική απόφαση, καθώς και την ΕΝ ΕΞΕΛΙΞΕΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ και πριν προλάβει να προβεί ο δανειολήπτης σε οριστική υποβολή, άρα και προστασία από κατασχέσεις, ώστε να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις εν ηρεμία, προχώρησε σε ΝΕΑ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ επί των ΙΔΙΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ της επιχείρησής, επικαλουμένη απλώς την κοινοποίηση νέας επιταγής προς εκτέλεση, χωρίς να έχει διορθωθεί καμία από τις κριθείσες ακρότητες της προηγούμενης επιταγής, αναφέροντας προκλητικά την ίδια ακριβώς ιστορική και νομική βάση, ως προς την ενεργητική της νομιμοποίηση (η οποία είχε ήδη κριθεί και ακυρωθεί από το Δικαστήριο).
Δηλαδή, η νέα κοινοποίηση της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση, γίνεται η «κολυμπήθρα του Σιλωάμ» και ο δανειολήπτης θα αναγκάζεται να επιδίδεται σε κοστολόγους και ψυχοφθόρους δικαστικούς αγώνες, μέχρις εξουθενώσεως του, χωρίς επιπτώσεις;
Την απάντηση έδωσε η κρίση του Δικαστηρίου για το θέμα αυτό, η οποία ήταν ακόμα πιο αυστηρή αυτήν τη φορά, ως προς τις προκλητικές πρακτικές του servicer, που αγνόησε την προγενέστερη δικαστική απόφαση και την αποδεδειγμένη βούληση του δανειολήπτη να ρυθμίσει, μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, οδηγώντας τον στο να διακόψει οποιαδήποτε συνέχιση εκτελεστικής διαδικασίας, επιδικάζοντας, υπέρ της επιχείρησης του εντολέα μας, σημαντικό ποσό αποζημίωσης, ως δικαστική δαπάνη.
Αναδεικνύεται, ωστόσο, μια νέα πεποίθηση που κινδυνεύει να παγιώσει μια πρακτική, με την οποία οι παραβιάσεις του νόμου και των δικαστικών αποφάσεων, από τις εταιρείες διαχείρισης και τα funds, δεν εμποδίζουν, και ακόμα χειροτέρα, δεν τα «φοβίζουν», μην υποστούν κυρώσεις. Ουσιαστικά, δεν αποτρέπουν τις πρακτικές του «θηρευτή». Αντίθετα τις επιτρέπουν να αισθάνονται παντοδύναμες και, ότι ουδείς δύναται να σταθεί εμπόδιο στον στόχο της άμεσης, εσπευσμένης και βίαιης ανάκτησης των απαιτήσεων.
Σε αυτήν την άκρως καταχρηστική συμπεριφορά των funds και των servicers παραμένει ακόμη υπαρκτή η καταφυγή στα Δικαστήρια. Μόνον αυτά εν τελεί προστατεύουν τα ουσιαστικά και δικονομικά δικαιώματα των πολιτών.
Η νομοθετική εξουσία και οι εποπτεύουσες Αρχές αφήνουν ατιμώρητες αυτές τις καταδικαστέες πρακτικές, που στόχο έχουν την ηθική και οικονομική εξουθένωση των δανειοληπτών, επιτρέποντας εν πολλοίς, την αγορά των δανείων ελεύθερη και μη ελεγχόμενη για παράνομες πρακτικές, με τους δανειζόμενους πολίτες να έχουν το αίσθημα, ότι απροστάτευτοι καλούνται να συνδιαλλαγούν σε ένα ασύδοτο και κερδοσκοπικό περιβάλλον με ένα άγνωστο και μη ελεγχόμενο πιστωτή που μεταβιβάζει ο ένας στον άλλο, εν αγνοία του δανειζόμενου και αιφνιδιαστικά, την υπέγγυα περιουσία του, χωρίς να του δίνεται ουσιαστικά η δυνατότητα να ρυθμίσει στην πράξη με μια ρεαλιστική και βιώσιμη ρύθμιση, ούτε και μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, του οποίου η ασφάλεια και η προστασία του αδύναμου μέρους των διαπραγματεύσεων, όσο αυτές διαρκούσαν, ήταν το ζητούμενο και ένας από τους βασικούς στόχους ενός ευνομούμενου κράτους δικαίου που καλούνταν να εξυπηρετήσει.
Οι αλλοδαπές εταιρείες διαχείρισης δεν διστάζουν να φτάσουν στον στόχο τους, μη λογαριάζοντας, όχι μόνο την πρόθεση των δανειοληπτών να ρυθμίσουν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους, αλλά και αν η ακίνητη περιουσία, την οποία έχουν βάλει στο «μάτι», πρόκειται για την κύρια κατοικία, είτε του οφειλέτη, είτε του εγγυητή, αδιαφορώντας παράλληλα και για την αξία αυτής. Σκοπός των servicers αποτελεί η εκποίηση, ει δυνατόν, όλης της ακίνητης περιουσίας, όσων εμπλέκονται σε μια δανειακή σύμβαση, προκειμένου να εξασφαλίσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος και όχι την τακτοποίηση της οφειλής, κάτι που θα έδινε δηλαδή την ευκαιρία στους δανειολήπτες, ουσιαστικά να συνεχίσουν τη ζωή τους, διατηρώντας τα περιουσιακά τους στοιχεία, προκειμένου να καταφέρουν να «ορθοποδήσουν».
Ένας παρόμοιος τρόπος μεθόδευσης, με τον οποίο ενεργούν τα funds, αποκαλύφθηκε περίτρανα σε περίπτωση εντολέα του Δικηγορικού Οίκου «Lekkakou & Associates - Law Firm», όταν υπέργηρη συνταξιούχος, άνω των 80 ετών, η οποία εμφανιζόταν ως εγγυήτρια σε επιχειρηματικό δάνειο, ύψους 60.000€, συγγενικού της προσώπου στην Κρήτη, βρέθηκε αντιμέτωπη με πλειστηριασμό της κατοικίας της. Ειδικότερα, η DoValue, εμφανιζόμενη ως διαχειρίστρια αλλοδαπής εταιρείας, προχώρησε σε επιβολή κατάσχεσης επί της κύριας κατοικίας της, η οποία, όπως εκτιμήθηκε από την ίδια, είχε αξία μόλις 30.000€!
Εντωμεταξύ, ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ, ήδη, ο πρωτοφειλέτης υιός της , καθώς και η ανωτέρω εγγυήτρια , ως συνοφειλέτιδα, επιχειρούσαν να ρυθμίσουν, μέσω της πλατφόρμας του εξωδικαστικού μηχανισμού, την οφειλή αυτή, πλην όμως, η διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη, χωρίς να έχει αξιολογηθεί η αίτηση τους από τους πιστωτές, λόγω καθυστέρησης ανάρτησης των οφειλών, αποκλειστικά με υπαιτιότητα των servicers, εμποδίζοντας, ουσιαστικά άνευ λόγου, την αναστολή του πλειστηριασμού.
Όσο διαρκούσε η εξωδικαστική προσπάθεια και προκειμένου να διασφαλισθεί η κυριότητα και κατοχή του ακινήτου της εγγυήτριας, ο δικηγορικός μας οίκος, ως όφειλε, προχώρησε σε ανακοπή κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, που είχε λάβει η εντολέας μας, η οποία, λίγες ημέρες πριν την διεξαγωγή του πλειστηριασμού, κρίθηκε από το δικαστήριο.
Ως ήταν νομικά και ηθικά ορθό, καθώς και λογικό, το δικαστήριο προχώρησε σε ακύρωση της προσβαλλόμενης κατάσχεσης, κρίνοντας αφενός, ότι τίθενται θέματα κοινωνικής αναλγησίας, λόγω μεγάλης ηλικίας της εγγυήτριας, και προστασίας της κύριας κατοικίας, αλλά και θέματα καταχρηστικής συμπεριφοράς, που αγγίζει τα όρια της παράνομης διαδικασίας και άδικης εκτέλεσης, καθώς, βάσει του αποδεικτικού υλικού που προσκομίσθηκε από πλευρά του fund, κατόπιν συνεχόμενων αιτημάτων μας, δεν αποδεικνύεται η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης, από την ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ προς την FRONTIER ISSUER, για λογαριασμό της οποίας επικαλείτο, ότι ενεργεί η doValue. Σε κανένα από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν έγινε μνεία της επίδικης δανειακής σύμβασης, την οποία είχε υπογράψει η εντολέας μας ως εγγυήτρια, αναφέρονταν, όμως, άλλες άγνωστες συμβάσεις.
Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η εν εξελίξει διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού, με τους servicers να παραβιάζουν τα δικαιώματα των δανειοληπτών για ρύθμιση των οφειλών τους, παράλληλα με τα προσωπικά και περιουσιακά δεδομένα τους, τα οποία θεωρούνται προστατευμένα, τόσο από την ευρωπαϊκή, όσο και από την εσωτερική έννομη τάξη. Παρόλα αυτά, όλα τα ανωτέρω παρακάμφθηκαν από το fund, αφού ο πραγματικός του στόχος, όπως έχει γίνει πλέον ευρέως γνωστό, μετά και από εκατοντάδες άλλες παρεμφερείς υποθέσεις, είναι η άμεση ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη και των συνοφειλετών ή εγγυητών, αν υφίστανται.
Το πρόβλημα των πλειστηριασμών συνεχίζει να ταλανίζει τους Έλληνες οφειλέτες, καθώς οι servicers συνεχίζουν ακάθεκτοι τον προγραμματισμό πληθώρας πλειστηριασμών καθημερινά, αρνούμενοι τις προτάσεις ρύθμισης των δανειοληπτών, κατά συντριπτική πλειοψηφία. Ως φανερώνεται, μοναδικός στόχος είναι, μέσω του πλειστηριασμού, να επιτύχουν μέγιστο και άμεσο κέρδος, συγκριτικά με την μακροπρόθεσμη και αβέβαιη είσπραξη χρηματικών ποσών που φέρνει μία ρύθμιση.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις, όπου οι servicers, κυνηγώντας τα «πολλά», καταλήγουν να χάνουν... και τα λίγα. Σε περίπτωση δανειολήπτη - εντολέα του Δικηγορικού Οίκου «Lekkakou & Associates Law - Firm», όχι μόνο ακυρώθηκε πλειστηριασμός με δεκτή δικαστική απόφαση, αλλά το fund βρέθηκε να μην μπορεί να λάβει ούτε τα χρήματα που του είχε προσφέρει οικειοθελώς ο ίδιος ο οφειλέτης και θα ικανοποιούσαν κατά πολύ τα «θέλω» των πιστωτών.
Συγκεκριμένα, στον εν λόγω οφειλέτη είχε κοινοποιηθεί κατασχετήρια έκθεση για προγραμματισμό πλειστηριασμού του ξενοδοχείου που διατηρεί. Ως ήταν λογικό, άσκησε ανακοπή και ανέμενε την εκδίκασή της. Ωστόσο, προκειμένου να βρεθεί άμεσα μία λύση και να μην κινδυνεύσει η επιχείρησή του, ενώ κινούσε παράλληλα τις διαδικασίες για υπαγωγή στην πλατφόρμα του εξωδικαστικού, πρότεινε, μέσω διμερών διαπραγματεύσεων του δικηγορικού γραφείου με το fund, να καταβάλει 900.000€ εφάπαξ, καθώς και να παραιτηθεί από όλα τα ένδικα μέσα, προκειμένου να ρυθμιστεί η οφειλή του και να μπει τέλος στον προγραμματισμένο πλειστηριασμό.
Οι servicers, με τη σειρά τους, δεν αποδέχτηκαν την άνω πρόταση, αξιώνοντας την εφάπαξ καταβολή υπέρογκων τόκων, λόγω κεφαλαιοποίησής τους.Το Δικαστήριο εξέτασε την ανακοπή και ακύρωσε τον πλειστηριασμό, λόγω πρόδηλων σφαλμάτων στην επικαλουμένη πώληση του δανείου του, μέσω παράνομης τιτλοποίησης, από την τράπεζα στο fund.
Μέχρι και σήμερα, το συγκεκριμένο fund δεν έχει κατορθώσει να διορθώσει τα πρόδηλα σφάλματα της πώλησης του δανείου του οφειλέτη, ώστε να μπορέσει να κινήσει εκ νέου τις διαδικασίες πλειστηριασμού. Μάλιστα, λόγω της μεσολαβούσας δικαστικής κρίσης, δεν θεμελιώνεται καν η νομιμοποίηση του servicer, ώστε να εισπράξει το προσφερθέν, από τον δανειολήπτη, ποσό, χάνοντας ουσιαστικά ένα «σίγουρο» ποσό, κοντά στο 1 εκατομμύριο ευρώ.
Πολλές φορές, η συμβιβαστική επίλυση των οφειλών αποτελεί την καλύτερη λύση, όχι μόνο για τον οφειλέτη, αλλά και για τις εταιρείες διαχείρισης και τα funds, καθώς, όπως αποδεικνύεται, θεωρείται προτιμότερο να δεχτούν ένα ικανοποιητικό ποσό, το οποίο προτείνει ο δανειολήπτης και καλύπτει το μεγαλύτερο ουσιαστικά μέρος της συνολικής οφειλής, παρά το να επιδίδονται σε ανηλεή αγώνα ανάκτησης των εξασφαλίσεων επί ακινήτων, μέσω πλειστηριασμών.
Η μη εξεύρεση λύσης στο θέμα των δανείων που έλαβαν οφειλέτες, σε ελβετικό φράγκο, παραμένει ένα χρόνιο πρόβλημα στη χώρα μας, καθιστώντας αδύνατη την αποπληρωμή τους, σε ρεαλιστικό χρόνο. Ενώ, σε άλλα κράτη της Ευρώπης, έχουν δοθεί λύσεις από τις τράπεζες, στην Ελλάδα παραμένει άγνωστο το πότε θα μπει ένα «τέλος» στο συγκεκριμένο ζήτημα, με τους Έλληνες δανειολήπτες να κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες, καταβάλλοντας υπέρογκες δόσεις κάθε μήνα.
Ουκ ολίγοι δανειολήπτες έχουν βρεθεί στη δυσχερή θέση, να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις οφειλές τους και έχουν οδηγηθεί στις δικαστικές αίθουσες, μετά από νομικές ενέργειες που ασκήθηκαν εις βάρος τους, από τις τράπεζες και τις αλλοδαπές εταιρείες διαχείρισης. Ωστόσο, οι δεκάδες δεκτές δικαστικές αποφάσεις, υπέρ των οφειλετών, «αφήνουν» μία ελπίδα, πως θα δοθεί επιτέλους η απαιτούμενη λύση.
Πρόσφατα, εκδόθηκε απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την ανακοπή που άσκησε ο Δικηγορικός Οίκος «Lekkakou & Associates – LawFirm» για λογαριασμό εντολέων του, από το Ηράκλειο της Κρήτης. Οι συγκεκριμένοι οφειλέτες είχαν λάβει δάνειο σε ελβετικό φράγκο το 2005, όταν και η οικονομική τους κατάσταση τους το επέτρεπε.
Παρότι τα οικονομικά τους δεδομένα άλλαξαν, καθώς η σύζυγος του ζεύγους των δανειοληπτών έμεινε άνεργη, λίγα χρόνια αργότερα, το τέκνο τους ξεκίνησε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας και με τη διαφορά της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου με το ευρώ, να οδηγούνται σε δυσκολία αποπληρωμής των δόσεων, οι εντολείς του δικηγορικού οίκου κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να παραμείνουν συνεργάσιμοι, υποβάλλοντας την αίτησή τους στην πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού.
Μολονότι, το αποτέλεσμα του εξωδικαστικού δεν είχε ακόμα εξαχθεί και η διαδικασία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, η DOVALUE, η οποία δήλωνε πλέον διαχειρίστρια της συγκεκριμένης δανειακής απαίτησης, κινήθηκε άκρως καταχρηστικά, κοινοποιώντας τους Διαταγή Πληρωμής, προς άσκηση ακόμα μεγαλύτερης πίεσης για ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας τους, γνωστοποιώντας τους, ότι πρέπει να καταβάλλουν άμεσα το ποσό των 342.000CHF, ήτοι 320.000€.
Αφού ασκήθηκε ανακοπή, η οποία συζητήθηκε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το δικαστήριο έκρινε, πως δεν αποδεικνύεται η μεταβίβαση της συγκεκριμένης απαίτησης, από τα έγγραφα που κατέθεσε το fund για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, με αποτέλεσμα αυτή να ακυρωθεί, δίνοντας τον αναγκαίο χρόνο, ώστε να ρυθμιστεί το ζήτημα του ελβετικού φράγκου, είτε μέσω αποφάσεων των οργάνων της Ευρωπαϊκής ένωσης, είτε μέσω αναγκαίας νομοθετικής πρωτοβουλίας.
Η Intrum, όπως και οι περισσότερες εταιρείες διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζικών ιδρυμάτων, αψηφούν τις προσπάθειες του δανειολήπτη να ρυθμίσει τις οφειλές του, προσφεύγοντας στα δικαστήρια, προκειμένου να αποσβέσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος από αυτόν, με σκοπό την εκποίηση της ακίνητής του περιουσίας και την οικονομική του «καταστροφή», επί της ουσίας.
Δανειολήπτης – εντολέας του Δικηγορικού Οίκου «Lekkakou & Associates – Law Firm», αποτελεί αντίστοιχο παράδειγμα της τακτικής αυτής. Ο συγκεκριμένος οφειλέτης, στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας ως μεγαλέμπορος ηλεκτρολογικών συσκευών στην Κρήτη, αιτήθηκε και έλαβε πίστωση ποσού, ύψους 200.000€. Στην εν λόγω σύμβαση, η Τράπεζα προχώρησε στην εγγραφή προσημειώσεων, σε ακίνητα του οφειλέτη, προκειμένου να εξασφαλίσει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την απαίτηση της, καθώς και την πρόσθετη πράξη αυτής, η οποία υπογράφηκε μεταγενέστερα.
Παρότι, ο δανειολήπτη, επί σειρά ετών παρέμενε συνεπής, καθώς η επιχείρησή του αποτελούσε υπόδειγμα στα Χανιά και ήταν απόλυτα κερδοφόρα, με τη δανειακή απαίτηση να εξυπηρετείται κανονικά, η οικονομική κρίση ανέτρεψε τα δεδομένα, όπως και στους περισσότερους ελεύθερους επαγγελματίες. Η συνεχιζόμενη μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων σε μηχανολογικούς και ηλεκτρολογικούς εξοπλισμούς, μηχανήματα και εργαλεία, η υψηλή φορολόγηση των ακινήτων, οι αυξήσεις στην φορολογία, η ανυπαρξία επιδοτήσεων, αλλά και οι καθυστερήσεις πληρωμών από ιδιώτες, έπληξαν σοβαρότατα την «υγιή» λειτουργία της επιχείρησης, με αποτέλεσμα να αδυνατεί, μετά από κάποιο σημείο, να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, αφού παρουσίασε έλλειψη ρευστότητας και οικονομική καθίζηση.
Βλέποντας λοιπόν, ο οφειλέτης, ότι είχε περιέλθει σε αδυναμία, ως προς την εξυπηρέτηση της προαναφερθείσας σύμβασης πίστωσης, αποφάσισε να ζητήσει τη ρύθμιση των οφειλών του, με ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής, πληρώνοντας μηνιαίως μία χαμηλότερη δόση, χωρίς ωστόσο να βρει καμία ανταπόκριση από την τράπεζα, η οποία, παρόλες τις επανειλημμένες προσπάθειες του δανειολήπτη, εντελώς καταχρηστικά και χωρίς ίχνος ανθρωπιάς, το 2018 προχώρησε, αρχικά σε καταγγελία του δανείου και σε δεύτερο χρόνο, στην κοινοποίηση διαταγής πληρωμής, με την ανακοπή κατά αυτής, να αναμένεται να εκδικαστεί σε λίγους μήνες.
Με την δανειακή απαίτηση να έχει μεταβιβασθεί πλέον, από την Τράπεζα στην «INTRUM HELLAS», ο δανειολήπτης συνέχισε τις προσπάθειες για ρύθμιση, υποβάλλοντας την αίτησή του στην πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού, αλλά και προτείνοντας, μάλιστα, την οικειοθελή εκποίηση δύο αγροτεμαχίων, με την εταιρεία διαχείρισης, να μην απαντά ουσιαστικά στην πρότασή του, με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρός κίνδυνος επιβολής κατάσχεσης, εφόσον δεν έχει ακόμα εκδικαστεί η ανακοπή, κατά της διαταγής πληρωμής.
Για τον λόγο αυτό, η άμεση προσφυγή του οφειλέτη στο δικαστήριο, για κατάθεση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, αποτελούσε μονόδρομο, με το Πρωτοδικείο να κρίνει, ως καταχρηστική, τη συμπεριφορά, αρχικά της Τράπεζας, η οποία εξέδωσε τη Διαταγή Πληρωμής, ενώ είχε ήδη διατυπωθεί η πρόθεση του δανειολήπτη για ρύθμιση και εν συνεχεία της «INTRUM HELLAS», η οποία προβαίνει σε απειλές κλιμάκωσης των ενεργειών κατά της περιουσίας του, παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις. Με αυτόν τον τρόπο, το δικαστήριο προστάτευσε τον οφειλέτη, αναστέλλοντας κάθε πράξη εναντίον αυτού και της οικογένειάς του.
Εν ολίγοις, η κατάσταση, στην οποία περιήλθε ο δανειολήπτης, αποτελεί απόρροια, αποκλειστικά της απαράδεκτης, αντισυμβατικής και καταχρηστικής συμπεριφοράς της τράπεζας, η οποία δεν ενδιαφερόταν για μία βιώσιμη λύση, αλλά απέβλεπε στην οικονομική του εξόντωση, καθώς γνώριζε εξ’ αρχής, ότι ήταν αδύνατο να εξυπηρετήσει τις οφειλές, από ένα σημείο και μετά, επιβαρύνοντάς τον με περαιτέρω τόκους υπερημερίας και την INTRUM να συνεχίζει το έργο αυτής.
Η μη απόδειξη της νομιμοποίησης των ξένων εταιρειών διαχείρισης, που φέρει ως συνέπεια την παράνομη διαχείριση δανειακών απαιτήσεων χιλιάδων δανειοληπτών, αποτελεί πλέον σύνηθες φαινόμενο. Οι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης που ασκούν τα funds, δεν μπορούν να «σταθούν» νομικά και συνεχώς τα δικαστήρια δικαιώνουν τους οφειλέτες, προσφέροντας τους την αντίστοιχη προστασία, προκειμένου να ρυθμίσουν, δίχως τον φόβο και την πίεση της οικονομικής καταστροφής τους, με την υφαρπαγή της ακίνητης περιουσίας τους ή την κατάσχεση των τραπεζικών τους λογαριασμών, ακόμα και για «μικρές» σχετικά οφειλές.
Ο Δικηγορικός Οίκος «Lekkakou & Associates – Law Firm» επενέβη πρόσφατα δικαστικά σε περίπτωση δανειολήπτη – εντολέα του, όταν εκδόθηκε διαταγή πληρωμής εις βάρος του, από αλλοδαπή εταιρεία διαχείρισης. Συγκεκριμένα, ιδιωτικός υπάλληλος, ο οποίος είχε υψηλά εισοδήματα από την εργασία του, διαθέτοντας ένα συγκεκριμένο οικονομικό προφίλ, έλαβε από γνωστή Τράπεζα καταναλωτικό δάνειο, ποσού μόλις 9.800€, το οποίο και εξυπηρετούσε κανονικότατα.
Πάρα ταύτα και ενόσω είχε στο μεταξύ διαμορφώσει την οικογένειά του, ξεκίνησε να αντιμετωπίζει μείζονα προβλήματα, ως προς την καταβολή των μισθών του, με την εταιρεία, στην οποία εργαζόταν, να επικαλείται περιορισμό των εισροών και αύξηση του παθητικού της. Η καθυστέρηση στις μηνιαίες αποδοχές του είχε ως αποτέλεσμα, να καθίσταται και ο ίδιος υπερήμερος στην καταβολή των δόσεων του δανείου του. Σε συνδυασμό δε με τις πάγιες ανάγκες της οικογένειας του, έφθασε σε αδυναμία εξυπηρέτησης, τόσο του δανείου, όσο και των οικογενειακών του υποχρεώσεων, ενώ αποκορύφωμα αποτέλεσε η απόλυσή του, στα πλαίσια περικοπών προσωπικού.
Όπως ήταν λογικό, εξαιτίας της ανατροπής των οικονομικών του δεδομένων, δημιουργήθηκε ληξιπρόθεσμο ποσό, το οποίο, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, λόγω του αυξημένου επιτοκίου, που εφαρμόζεται εν γένει στις συμβάσεις καταναλωτικών δανείων, εκτινάχθηκε σε υπερδιπλάσιο ποσό, ήτοι 25.000€.
Με ειλικρινή σκοπό να αναδιαρθρώσει τη μοναδική αυτή οφειλή του στην Τράπεζα, αφού προσλήφθηκε σε νέα εταιρεία, απευθύνθηκε άμεσα στην «INTRUM HELLAS», η οποία γνωστοποιήθηκε, ότι διαχειρίζεται πλέον την υπόθεση του. Ενώ μάλιστα υπέβαλε έγγραφο αίτημα προς αυτήν, όπου ορίζεται συγκεκριμένο ποσό εφάπαξ προκαταβολής, το οποίο ανερχόταν στα 4.000€, δεν εισέπραξε καμία απάντηση. Αντ’ αυτού, η εταιρεία, λίγες ημέρες αργότερα, προέβη σε αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής, αξιώνοντας, κατά περιορισμό, το ποσό που ήδη της προσέφερε ως προκαταβολή!
Αμέσως κινήθηκε η αναγκαία διαδικασία της άσκησης ανακοπής και ασφαλιστικών μέτρων, όπου εκτιμήθηκε, τόσο η απρόβλεπτη μεταβολή των οικονομικών δεδομένων του οφειλέτη, ως προκύπτει εξ εγγράφων, όσο και η προσπάθεια του για ρύθμιση της εν λόγω οφειλής, πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής.
Το Δικαστήριο δεν περιορίσθηκε αποκλειστικά στην προδήλως καταχρηστική έκδοση του τίτλου κατά του συγκεκριμένου οφειλέτη, αλλά έκρινε για μια ακόμη φορά, ότι η INTRUM δεν έχει αποδείξει τη νομιμοποίησή της και τη διαχειριστική εξουσία της, επί της συγκεκριμένης απαίτησης, δικαιώνοντας τον δανειολήπτη και παρέχοντάς του την αναγκαία προστασία, ώστε να ρυθμίσει την οφειλή του, την οποία εξαρχής επιδίωκε να διευθετήσει.
Οι εταιρείες διαχείρισης συνεχίζουν να παραβλέπουν συνειδητά τις οικονομικές αδυναμίες και ειδικά χαρακτηριστικά των οφειλετών, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια, ώστε, με νομικές ενέργειες, να εκπλειστηριάσουν την ακίνητη περιουσία τους, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται την κατάφορη παραβίαση των διατάξεων που θέσπισε ο Νομοθέτης για την προστασία τον πολιτών, με ειδικά κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια.
Ως φανερώθηκε, για μια ακόμη φορά οι εταιρείες διαχείρισης δεν λαμβάνουν υπόψιν στα πλαίσια της στρατηγικής τους - μεταξύ άλλων - τα κριτήρια ευαλωτότητας που καθορίσθηκαν από τον Νομοθέτη, σύμφωνα με τον Ν.4738/2020, όπως σήμερα έχει συμπληρωθεί και ισχύει, προβαίνοντας σε επίσπευση πλειστηριασμού της κύριας και μοναδικής κατοικίας, παρά το γεγονός, ότι η οφειλέτης αποδεδειγμένα πληροί το σύνολο των εκ του νόμου προϋποθέσεων ευαλωτότητας.
Η οφειλέτης, άνεργη μητέρα με ανήλικο τέκνο, το οποίο φέρει σοβαρότατα προβλήματα υγείας, με ετήσιο εισόδημα κατώτερο των 7.000€, απευθύνθηκε στα γραφεία μας, προσπαθώντας να «διασώσει» το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι την κατοικία και οικογενειακή στέγη της, που «έβγαινε» σε πλειστηριασμό, μέσα σε λίγες μέρες.
Μάλιστα, εκκίνησε η διαδικασία έκδοσης βεβαίωσης ευαλωτότητας από την οικεία πλατφόρμα της ΕΓΔΙΧ, όμως ήταν αδύνατη η ολοκλήρωσή της, πριν την προγραμματισμένη διεξαγωγή του πλειστηριασμού, καθιστώντας αναγκαία την προσφυγή στο Δικαστήριο για προσωρινή δικαστική προστασία. Οι δικηγόροι μας κίνησαν άμεσα τις νομικές διαδικασίες, καταθέτοντας ασφαλιστικά μέτρα στο οικείο Πρωτοδικείο, προκειμένου να εκδοθεί προσωρινή διαταγή αναστολής πλειστηριασμού, λόγω αποδεδειγμένης ευαλωτότητας και να προλάβει να ολοκληρωθεί η διαδικασία έκδοσης της βεβαίωσης.
Το Δικαστήριο, σταθμίζοντας τα ειδικά χαρακτηριστικά που έφερε η υπό κρίση περίπτωση, τα εισοδηματικά και περιουσιακά δεδομένα, τα σημαντικά προβλήματα υγείας του τέκνου, το ύψος των οφειλών και την μη ύπαρξη ζημίας για την εταιρεία διαχείρισης, διέταξε την αναστολή του πλειστηριασμού, προσφέροντας μια ισχυρή «σανίδα σωτηρίας» σε μια οικογένεια, που εξ αρχής έχρηζε της ειδικής μέριμνας και φροντίδας του κράτους.
Η αντιβαίνουσα στην καλοπιστία, τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, όλο και πιο συχνά γίνεται αντικείμενο δικαστικής κρίσης, με τα Δικαστήρια να ακυρώνουν τις πράξεις που επιχειρούν κατά των δανειοληπτών (έκδοση διαταγής πληρωμής, επιβολή κατάσχεσης σε ακίνητη και κινητή περιουσία).
Πρωτοφανής περίπτωση επίδειξης καταχρηστικής συμπεριφοράς, εκ μέρους γνωστής εταιρείας διαχείρισης, κρίθηκε τις προηγούμενες ημέρες από το Πρωτοδικείο Αθηνών.
Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών εγγράφων, που προσκομίσθηκαν (αλληλογραφίες, εκτυπώσεις, αποδείξεις) διέγνωσε την έμπρακτη, ειλικρινή και αδιάκοπη πρόθεση του οφειλέτη να ρυθμίσει την οφειλή του, η οποία δημιουργήθηκε λόγω της οικονομικής δυσπραγίας κατά την περίοδο του covid-19. Από την άλλη πλευρά αποδείχθηκε ότι το fund, ενόσω διαπραγματευόταν με τον οφειλέτη για ρύθμιση, παράλληλα κινούσε κάθε νομική ενέργεια προκειμένου να υφαρπάξει το ακίνητό του (κύρια κατοικία).
Ειδικότερα, ορίσθηκε για τη συγκεκριμένη απαίτηση τρεις φορές πλειστηριασμός του ακινήτου του δανειολήπτη, ενώ ο ίδιος εξαρχής είχε προτείνει να καταβάλει, ως προκαταβολή ρύθμισης, ποσό που υπερβαίνει τα 2/3 της συνολικής απαίτησης.
Ως αναλυτικά παρέθεσε το Δικαστήριο, αφού ανεστάλη με προσωρινή διαταγή ο πρώτος ορισμένος πλειστηριασμός εντός του 2022, ο οφειλέτης δεν επαναπαύτηκε, αλλά, εκπροσωπούμενος από τα Γραφεία μας, συνέχισε να επιδιώκει μέσω έγγραφων αλληλογραφιών και επικοινωνιών. Η εταιρεία διαχείρισης, ενόσω διαπραγματευόταν και ζητούσε από τον οφειλέτη έγγραφα, τα οποία και λάμβανε αμέσως, επέσπευσε εκ νέου πλειστηριασμό.
Ο εντολέας μας κατέβαλε το άνω προτεινόμενο εξ αρχής χρηματικό ποσό ως προκαταβολή της ρύθμισης που επεδίωκε. Παράλληλα, προέβη σε υποβολή αίτησης υπαγωγής στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού, όπου εντασσόταν και η επίδικη οφειλή. Ακόμα και τότε όμως, και εν εξελίξει της διαδικασίας του Ν.4738/2020, το fund προχώρησε σε ορισμό εκ νέου πλειστηριασμού, προς είσπραξη του υπολοίπου που απέμενε (μόλις 1/3 της απαίτησης).
Το Δικαστήριο επενέβη δραστικά και αποτελεσματικά, αξιολογώντας συνολικά την συμπεριφορά της εταιρείας διαχείρισης κατά του συγκεκριμένου οφειλέτη, επί τρία σχεδόν συνεχή έτη.
Αφού διαπιστώθηκε η σχεδόν «εμμονική» και σε κάθε περίπτωση καταχρηστική και αντιβαίνουσα στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ συμπεριφορά του fund, το Δικαστήριο ακύρωσε την κατάσχεση που επιβλήθηκε επί του ακινήτου, καταδεικνύοντας και αποδοκιμάζοντας τις αθέμιτες αυτές πρακτικές, προσφέροντας στον δανειολήπτη τον πολύτιμο χρόνο για την ολοκλήρωση της ρύθμισης, μέσω εξωδικαστικού μηχανισμού, διατηρώντας στο ακέραιο την ακίνητη περιουσία του.
Η ασυδοσία και η «επιθετικότητα» των εταιρειών διαχείρισης και των ξένων funds, απέναντι στους δανειολήπτες παραμένουν, με κύριο μέλημά τους την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων και δη της πρώτης και κύριας κατοικίας, ακόμα και ευπαθών κοινωνικών ομάδων, που εκ του νόμου χαίρουν ειδικής μέριμνας και φροντίδας. Η συμπεριφορά δε αυτή των funds αντιβαίνει στο γράμμα και πνεύμα του Ν.4354/2015 που διέπει τη λειτουργία και δράση τους. Σημειώνεται ότι κατά τις διατάξεις του Νόμου αυτού, που επικαλούνται οι εταιρείες διαχείρισης, ως θεμέλιο της νομιμοποίησής τους ρητά ορίζεται, ότι «υποχρεούνται να συμμορφώνονται με την κείμενη νομοθεσία περί Προστασίας Καταναλωτή, όπως αυτή κάθε φορά εφαρμόζεται και ισχύει, με τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών (Β`2289/2014) και να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες». Κατά παράβαση των ρητών υποχρεώσεων, τα funds δεν διστάζουν ουσιαστικά να καταστρέψουν πρόσωπα, οικονομικά και κοινωνικά, παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που φέρουν.
Το θέμα αυτό αναδύθηκε έντονα στην περίπτωση δανειολήπτριας - εντολέα των δικηγορικών γραφείων «Lekkakou & Associates – Law Firm», η οποία κατάγεται και κατοικεί στο Αρκαλοχώρι Κρήτης. Ο σεισμός που έπληξε τον Σεπτέμβριο του 2021 την περιοχή, είχε ως συνέπεια την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της κύριας και μοναδικής της κατοικίας, με το ακίνητό της να χαρακτηρίζεται, μετά από αυτοψία από το Υπουργείο Υποδομών, ως «κίτρινο - μη κατοικήσιμο». Η οφειλέτρια, εξαντλώντας κάθε πόρο που διέθετε η ίδια και οι οικείοι της, προέβη στις ελάχιστες επισκευές, ώστε να μπορεί η ίδια και η οικογένεια της να ζουν στοιχειωδώς στο σπίτι τους, αναμένοντας παράλληλα να λάβει σχετική αποζημίωση από το κράτος.
Σημειώνεται, ότι είναι άνεργη, εργαζόμενη μόνο περιστασιακά. Για τρεις περίπου δεκαετίες, εργαζόταν ως ελεύθερη επαγγελματίας, έχοντας τουριστικό κατάστημα στο νησί, ωστόσο η οικονομική κρίση την ανάγκασε να βάλει «λουκέτο» και έκτοτε έχει εργαστεί εποχικά σε δουλείες του δήμου.
Παρά τα άνω δεδομένα, αποδεικνυόμενα εξ εγγράφων, η οφειλέτις, αφού της κοινοποιήθηκαν δύο επιταγές προς πληρωμή, ύστερα από ενέργειες της «CEPAL HELLAS ΑΕΔΑΔΠ», έλαβε έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και ορίσθηκε πλειστηριασμός της αποκλειστικής της αυτής κατοικίας. Ήρθε αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να βρεθεί στον δρόμο, παρά την αναπάντεχη ανατροπή των οικονομικών της δεδομένων, συνιστάμενη αρχικά στην οικονομική κρίση και αφετέρου σε φυσικό φαινόμενο, ήτοι τον σεισμό που συνιστά ανωτέρα βία.
Το Δικαστήριο, στο οποίο προσφύγαμε κατά της κατασχετήριας έκθεσης και λοιπών πράξεων, αφενός εκτίμησε το σύνολο των εγγράφων που αποδεικνύουν την ανωτέρω δυσμενέστατη και χρήζουσα ειδικής μέριμνας οικονομική και κοινωνική της κατάσταση και αφετέρου εξέτασε, το κατά πόσο και υπό ποιες προϋποθέσεις η CEPAL HELLAS θα δύνατο να στραφεί εναντίον της.
Η δικαστής αξιολόγησε ως καταχρηστική τη συμπεριφορά της εταιρείας διαχείρισης, και εξέτασε παράλληλα τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στην οφειλέτρια προς θεμελίωση της θέσης του fund και της διαχειρίστριας εναντίον της, δεδομένου ότι η τελευταία είχε συμβληθεί με το πιστωτικό ίδρυμα «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ» και ουδεμία έννομη σχέση κατ’ αρχήν έχει με τη CEPAL HELLAS.
To Πρωτοδικείο Ηρακλείου έκρινε, ότι, όταν η εταιρεία διαχείρισης δεν αποτελεί τον αρχικό φορέα της αξίωσης, αλλά διάδοχο αυτής, απαιτείται να κοινοποιήσει την αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη και μάλιστα ολόκληρο το εκχωρητήριο και τα λοιπά έγγραφα που θεμελιώνουν την νομιμοποίηση του τρίτου διαχειριστή. Εν προκειμένω, κοινοποιήθηκαν αποκλειστικά αποσπάσματα των αναγκαίων συμβάσεων, μη φέροντα το αναγκαίο ελάχιστο περιεχόμενο αυτών.
Λόγω των παραπάνω λόγων και αφού αποδείχτηκε, πως η εταιρεία διαχείρισης παραβίασε το άρθρο 925 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς δεν τεκμηριώθηκε αφενός η εκχώρηση της δανειακής απαίτησης προς το fund και αφετέρου η ανάθεση διαχείρισης προς τη CEPAL HELLAS, σε συνδυασμό με τις ειδικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη ευάλωτη δανειολήπτρια, το δικαστήριο ακύρωσε οριστικά την εναντίον της κατάσχεση, δίνοντας την πολυπόθητη «ανάσα» στην δανειολήπτρια, ώστε να καταφέρει να ορθοποδήσει και να αναδιαρθρώσει αποτελεσματικά τις οφειλές της.
Μια ακόμα δικαστική «μάχη», ανάμεσα σε οφειλέτη και εταιρεία διαχείρισης, έληξε με τη δικαίωση του πρώτου, και συγκεκριμένα με την ακύρωση της εκδοθείσας, εναντίον του, διαταγής πληρωμής και οριστική κρίση του Δικαστηρίου, με την οποία διαπιστώθηκε η έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος της εταιρείας διαχείρισης για συμμετοχή στην εν εξελίξει δίκη, με συνέπεια να κριθεί παράνομη η παράστασή της σε αυτή και να μην ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αυτή προέβαλε.
Στην προκειμένη περίπτωση, η «INTRUM HELLAS» επιχείρησε να συμμετέχει σε δίκη ανακοπής του δανειολήπτη κατά της διαταγής πληρωμής που είχε εκδοθεί από την Τράπεζα Πειραιώς (αρχικός δανειστής – πιστωτής) προς είσπραξη απαίτησης, προερχόμενης από Σύμβαση Αλληλόχρεου λογαριασμού που συνήφθη στα πλαίσια της επιχειρηματικής του δραστηριότητας για τις ανάγκες ξενοδοχειακής μονάδας, που αυτός διατηρεί στην πόλη των Χανίων.
Επικαλούμενη, λοιπόν, η INTRUM HELLAS, ότι η επίδικη απαίτηση έχει μεταβιβασθεί, λόγω τιτλοποίησης, σε αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού (fund) και ότι της ίδιας της ανατέθηκε η διαχείριση, άσκησε υπέρ της Τράπεζας εκούσια πρόσθετη παρέμβαση (ένδικο βοήθημα) ενώπιον του Δικαστηρίου, ώστε να συμμετέχει στη δίκη, υποστηρίζοντας την απόρριψη της ανακοπής του εντολέα και την επικύρωση της διαταγής πληρωμής.
Εντούτοις, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των εγγράφων που κατατέθηκαν ενώπιόν του προς θεμελίωση της επικαλούμενης ιδιότητας της εταιρείας διαχείρισης, το αποδεικτικό υλικό που εισέφερε ο δανειολήπτης, αλλά και τις διατάξεις των Νόμων, που αφορούν τη μεταβίβαση και ανάθεση διαχείρισης επί απαιτήσεων (Ν.3156/2003 και Ν.4354/2015), διέγνωσε ρητώς τη μη τήρηση των ελαχίστων νόμιμων προβλεπόμενων προϋποθέσεων του υποστατού και έγκυρου των επικαλούμενων πράξεων μεταβίβασης της απαίτησης και ανάθεσης διαχείρισης αυτής. Συνεπεία τούτου, προχώρησε στην απόρριψη της πρόσθετης παρέμβασης που άσκησε η INTRUM HELLAS υπέρ της Τράπεζας Πειραιώς και το σύνολο των ισχυρισμών, που η τελευταία προέβαλε στη δίκη, δεν λήφθηκαν υπόψη.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η διαταγή πληρωμής κατά του εντολέα μας εκδόθηκε κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων, προχώρησε στην ακύρωση αυτής, κάνοντας δεκτή την ασκηθείσα ανακοπή και ορίζοντας παράνομη την παράσταση της INTRUM στη δικαστική αίθουσα.
Καθίσταται σαφές εκ των άνω, ότι οι εταιρείες διαχείρισης καλούνται για κάθε μια πράξη που επιχειρούν να διενεργήσουν, είτε στις δικαστικές αίθουσες, είτε εξωδικαστικά, να αποδεικνύουν, ότι έχουν τηρήσει τις αναγκαίες διατυπώσεις, τις οποίες φέρει το νομοθετικό πλαίσιο που οι ίδιες επικαλούνται και δεν αρκεί η όλως αόριστη και ελλιπής, πολλές φορές, επίκληση ισχυρισμών και μη νομοτύπως συνταχθέντων εγγράφων.
Προσφάτως, επιχείρηση με 30 άτομα προσωπικό, εν μέσω των εορτών των Χριστουγέννων, οπότε και αυξάνεται κατακόρυφα ο τζίρος της επιχείρησης και οι υποχρεώσεις σε μισθοδοσία, servicer, με τον οποίο διαπραγματευόταν την ρύθμιση της οφειλής της, χωρίς να λάβει καν απορριπτική απάντηση, προέβη αιφνιδιαστικά σε κατάσχεση όλων των τραπεζικών λογαριασμών της επιχείρησης.
Κατόπιν άμεσης άσκησης ανακοπής και ασφαλιστικών μέτρων αναστολής της κατάσχεσης εις χείρας τρίτων, ο Δικαστής, αφού έκρινε ότι η διατήρηση της δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών θα είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο οικονομικό αφανισμό της επιχείρησης, διέταξε την αναστολή της επιβληθείσας κατάσχεσης.
Η προσωρινή αυτή διάταξη του Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχύουσα άμεσα από την έκδοση της, γνωστοποιήθηκε στην, επιβάλλουσα την κατάσχεση, εταιρεία διαχείρισης, καθώς και στις τρίτες τράπεζες / εταιρείες διαχείρισης, ενώ το σύνολο αυτών καλούνταν, όπως άμεσα συμμορφωθούν σε όσα ορίσθηκαν δικαστικά.
Ωστόσο, η κατάσχουσα εταιρεία διαχείρισης, παρά τη σειρά εξώδικων επιστολών – διαμαρτυριών που αποστάλθηκαν, αρνείτο να προβεί σε συμμόρφωση προς την δικαστική διάταξη, με αποτέλεσμα την εξακολούθηση της δέσμευσης («μπλοκάρισμα») όλων των χρηματικών ποσών που καταβάλλονταν σε τραπεζικούς λογαριασμούς της, επικαλουμένη ότι δεν την δεσμεύει η διάταξη του Δικαστή περί αναστολής της κατάσχεσης και αξίωνε, ο Δικαστής να συμπληρώσει την απόφασή του και να την διατάσσει ρητά, να αποδεσμεύονται τα χρηματικά ποσά που καταθέτονταν από την έκδοση της δικαστικής διάταξης και μετά.
Δεδομένης της άνω κατάστασης, η επιχείρηση αναγκάστηκε να προσφύγει, μέσω των γραφείων μας , εκ νέου, δικαστικά, ζητώντας από το Δικαστήριο να συμπεριλάβει ρητή διαταγή προς την αντίδικο, ώστε να προβεί στα νόμιμα και συγκεκριμένα στην εντολή ελευθέρωσης των χρηματικών ποσών που είχαν δεσμευτεί, από την ημερομηνία έκδοσης της αρχικής προσωρινής διαταγής και έπειτα.
Το Δικαστήριο, πολύ σοφά, με δεύτερη διάταξη του, επανεξέτασε το θέμα της διαταχθείσας αναστολής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων και… ΑΡΝΗΘΗΚΕ, ΛΟΓΩ ΜΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ή ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΥΡΩΣΕ την ΗΔΗ διαταχθείσα αναστολή της κατάσχεσης των λογαριασμών, στην οποία και όφειλε η αντίδικος εξαρχής να είχε συμμορφωθεί, με την προφορική σύσταση να κινηθούμε ποινικά και αστικά για αξίωση αποζημίωσης.
Πράγματι, μετά την έκδοση της δεύτερης δικαστικής διάταξης και επί τη απειλή άσκησης ποινικών και αστικών αξιώσεων προς διεκδίκηση αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη η εταιρεία, από τον χρόνο έκδοσης της πρώτης προσωρινής διαταγής, επετεύχθη η επιδιωκόμενη και δικαστικώς διαταχθείσα ελευθέρωση των λογαριασμών της επιχείρησης.
Η καθοριστική σημασία των διμερών διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές, τόσο για την επίτευξη μιας ρεαλιστικής και βιώσιμης λύσης ρύθμισης της οφειλής, όσο και για την ευδοκίμηση των ασκηθέντων, ενώπιον των Δικαστηρίων, ενδίκων βοηθημάτων, αναδεικνύεται περίτρανα στην περίπτωση γνωστής ξενοδοχειακής επιχείρησης που χειρίσθηκαν τα δικηγορικά γραφεία «Λεκκάκου & Συνεργάτες».
Αρχικά, η άνω εταιρεία, με σκοπό τη ρύθμιση των οφειλών της, προσέφυγε στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό Ρύθμισης οφειλών, κατά τις διατάξεις του Ν.4738/2020. Έναντι του βασικού πιστωτή «CEPAL HELLAS», ο οποίος και φέρει απαίτηση που εξαντλεί το 80% των συνολικών απαιτήσεων, αναρτήθηκε στην πλατφόρμα οφειλή άνω των 4.000.000€.
Παράλληλα, με την προσπάθεια της συνολικής ρύθμισης των οφειλών μέσω του Εξωδικαστικού Μηχανισμού, υπήρξε αδιάκοπη και αέναη διαπραγματευτική επικοινωνία σε διμερές επίπεδο με τον βασικό πιστωτή. Στα πλαίσια αυτά, υπήρξε αμφισβήτηση του ύψους της οφειλής, η οποία και, βάσει αναλυτικώς εκτιθέμενων οικονομικών στοιχείων και μεσολαβούντων καταβολών, σε καμία περίπτωση δεν ανερχόταν στα 4.000.000€.
Ενώ συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις, η πιστώτρια εταιρεία προέβη, όλως καταχρηστικά, σε επίσπευση πλειστηριασμού, ώστε να ικανοποιηθεί από την ρευστοποίηση της ξενοδοχειακής μονάδας. Τότε η οφειλέτρια κατέθεσε, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, ανακοπή προς ακύρωση των εναντίων της πράξεων.
Το Δικαστήριο έκρινε ως όλως καταχρηστική τη συμπεριφορά της Τράπεζας, η οποία, ενώ επικοινωνούσε προς ρύθμιση, προχωρούσε παράλληλα τις διαδικασίες για αναγκαστική εκποίηση του συνόλου της περιουσίας της εταιρείας και, για τον λόγο αυτό, ακύρωσε τις πράξεις εκτέλεσης, κάνοντας δεκτή την ανακοπή.
Εν τέλει και ενώ συνεχίσθηκε, άνευ της ύπαρξης απειλής πλειστηριασμού, η διαδικασία των διμερών διαπραγματεύσεων, επετεύχθη η ρύθμιση της επίδικης οφειλής και συγκεκριμένα ρυθμίσθηκε ποσό 550.000€ αντί της, αναρτηθείσας στην πλατφόρμα, οφειλής 4.000.000€.
Ήτοι, η οφειλή που εν τέλει θα αποπληρωθεί, αγγίζει το 1/8 της απαίτησης που είχε αναρτηθεί στην πλατφόρμα του Εξωδικαστικού Μηχανισμού έναντι της ίδιας εταιρείας.
Καθίσταται λοιπόν σαφές, ότι τα στοιχεία, τα οποία αναρτώνται στην πλατφόρμα του Εξωδικαστικού Μηχανισμού από την πλευρά των πιστωτών, ως τυγχάνει το ύψος των οφειλών ή ακόμα και οι εμπράγματες εξασφαλίσεις επί αυτών, σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν ακλόνητα και αμάχητα τεκμήρια, αλλά αντιθέτως, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, δύναται να αναμορφωθούν τα προς ρύθμιση ποσά, με συνέπεια την επίτευξη μιας βιώσιμης λύσης.
Πριν από λίγο καιρό, τα δικηγορικά γραφεία «Λεκκάκου & Συνεργάτες» κλήθηκαν να χειριστούν μία ιδιαίτερη περίπτωση πλειστηριασμού περιουσίας σημαντικής επιχειρηματικής μονάδας της Βορείου Ελλάδος, ο οποίος ήταν προγραμματισμένος, ελάχιστες ημέρες μετά την ανάληψη της υπόθεσης από τους δικηγόρους μας.
Εν προκειμένω, η επιχείρηση, καταλαμβάνουσα ηγετική θέση στον τομέα δραστηριοποίησής της, βρέθηκε αντιμέτωπη με την αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων που είχε αναλάβει αρχικά, έναντι της «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», με διαχειρίστρια πλέον, την «APS RECOVERY GREECE Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις».
Αιτία της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης αποτέλεσε ιδίως, η αύξηση στην φορολογία, οι καθυστερήσεις πληρωμών από ιδιώτες, καθώς και από το δημόσιο, με το οποίο και ανέπτυσσε συναλλακτικές σχέσεις στα πλαίσια δημοσίων συμβάσεων.
Στο αποκορύφωμα της άνω κατάστασης, επιβλήθηκε κατάσχεση στο σύνολο της εταιρικής περιουσίας. Εντούτοις, δεν ασκήθηκε, εκ μέρους της οφειλέτριας, ανακοπή κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, λόγω εν εξελίξει προσπαθειών ρύθμισης της οφειλής με κατ’ ιδίαν συναντήσεις και επικοινωνίες με την διαχειρίστρια εταιρεία.
Παρά το γεγονός, ότι αρχικά ο πλειστηριασμός ανεστάλη, λόγω της καταβολής εφάπαξ προκαταβολής από την πλευρά της δανειολήπτριας, η εταιρεία διαχείρισης, λίγους μήνες αργότερα στράφηκε κατά των ακινήτων, προγραμματίζοντας εκ νέου πλειστηριασμό.
Χωρίς να έχει ασκηθεί καν ανακοπή κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, απευθυνθήκαμε στα αρμόδια Δικαστήρια, τα οποία και έκριναν, με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων που εκδόθηκε την ίδια ημέρα του πλειστηριασμού, ότι υφίστανται, αφενός πλημμέλειες ως προς τον τρόπο τιτλοποίησης της απαίτησης και, αφετέρου, ότι η εταιρεία διαχείρισης, όλως καταχρηστικά, επιδιώκει τη ρευστοποίηση της περιουσίας της επιχείρησης με πλειστηριασμό, του οποίου η διεξαγωγή τελικά απαγορεύτηκε.
Είναι αναγκαίο να σημειωθεί, πως η αναστολή πλειστηριασμού συνιστά ένα ιδιαιτέρως δύσκολα επιτεύξιμο στόχο για τους δανειολήπτες και χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης και επίκλησης των κατάλληλων νομοθετικών διατάξεων, πολλώ δε μάλλον, υπό την ασφυκτική πίεση της άμεσης διεξαγωγής αυτού.
Δύο οφειλέτριες, όπου η μητέρα έφερε την επικαρπία και η κόρη την ψιλή κυριότητα του ενός και μοναδικού τους ακινήτου, συμβλήθηκαν ως εγγυήτριες σε επιχειρηματικό δάνειο που έλαβε, λίγο μετά το 2000, η επιχείρηση, την οποία διατηρούσαν στην Αθήνα, παραμένοντας καθ’ όλα συνεργάσιμες, επί σειρά ετών.
Κατά την περίοδο της κρίσης, η εταιρεία αδυνατούσε να εισπράξει από τους οφειλέτες της - εμπόρους τα οφειλόμενα, ενώ προέκυψε και ζήτημα ακάλυπτων επιταγών που έλαβε στα χέρια της. Ως ήταν λογικό, στράφηκε τότε δικαστικά, διεκδικώντας τα υπέρογκα ποσά που της οφείλονταν, πλην όμως, δεν κατάφερε ποτέ να επανέλθει και να περιορίσει το παθητικό της. Πρόκειται για ένα «ντόμινο» οικονομικών καταστροφών, το οποίο έπληξε τους εμπόρους την περίοδο της κρίσης και στην περίπτωση των εντολέων μας έδρασε καταλυτικά, καθώς οδήγησε την επιχείρηση που τηρούσαν σε παύση λειτουργίας.
Λόγω της άνω εξέλιξης, οι εντολείς μας βρέθηκαν στη δεινή θέση να αδυνατούν να εκπληρώσουν τις δικές τους υποχρεώσεις έναντι της Τράπεζας και για τον λόγο αυτό, ήδη από το 2016, αμέσως μόλις διαπιστώθηκε η αδυναμία τους, απευθύνθηκαν σε αυτή, ζητώντας να ρυθμιστεί η οφειλή τους με ρεαλιστικούς όρους και εντός των διαδικασιών που προέβλεπε ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών. Εντούτοις, παρά τα διαρκή αιτήματα και τις διαμαρτυρίες τους, ποτέ δεν ανταποκρίθηκε η Τράπεζα και ουδέποτε έλαβαν οποιαδήποτε αντιπρόταση ή πρόταση στα πλαίσια του Κώδικα. Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και από τη «CEPAL HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» που επικαλούνταν εν συνεχεία, ότι ανέλαβε τη διαχείριση της απαίτησης.
Το 2023 και ενώ οι δανειολήπτες δεν σταμάτησαν στιγμή να προσπαθούν για ρύθμιση, έχοντας παράλληλα επιβαρυνθεί με υπέρογκους τόκους όλα αυτά τα έτη άνευ υπαιτιότητάς τους, έλαβε χώρα καταγγελία της σύμβασης από τη CEPAL HELLAS και εκδόθηκε Διαταγή πληρωμής. Αμέσως δε, η τελευταία προχώρησε σε επιβολή κατάσχεσης επί της μοναδικής και κύριας κατοικίας των δυο γυναικών.
Ο Δικηγορικός Οίκος «Lekkakou & Associates – Law Firm προσέφυγε δικαστικά, καταθέτοντας αρχικά ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και εν συνεχεία ανακοπή κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, όπου και αναλύθηκε το ιστορικό των συγκεκριμένων δανειοληπτών, ως και οι ειδικοί λόγοι, που, εν προκειμένω, συνέτρεχαν ως προς την νομιμοποίηση της εν λόγω εταιρείας διαχείρισης επί της απαίτησης.
Ακολούθως, εκδόθηκαν δυο δεκτές αποφάσεις από τους Δικαστές του Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες ακυρώθηκε το σύνολο των πράξεων, που είχε προβεί η CEPAL HELLAS κατά των εντολέων των Δικηγορικών Γραφείων, καθώς αποδείχθηκε περίτρανα, εξ εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, ότι η εταιρεία CEPALHELLAS, όχι μόνο δεν είχε τηρήσει, όπως και η προκάτοχος τράπεζα, τις διαδικασίες του Κώδικα Δεοντολογίας, επιδεικνύοντας αδικαιολόγητη αδιαφορία επί των εκκλήσεων ρύθμισης, αλλά επίσης δεν νομιμοποιούνταν εξαρχής καν να καταγγείλει το δάνειο, καθώς ποτέ δεν είχε μεταβιβασθεί το σχετικό αυτό δικαίωμα της καταγγελίας εκ μέρους της προκατόχου Τράπεζας, η οποία το διατηρούσε η ίδια ακόμα.
Το Δικαστήριο κήρυξε άκυρες, τόσο τη διαταγή πληρωμής, όσο και την κατασχετήρια έκθεση, οι οποίες στηρίχθηκαν σε καταγγελία δανειακής σύμβασης που δεν παρήγαγε κανένα αποτέλεσμα, με συνέπεια η εν λόγω σύμβαση να παραμένει ουσιαστικά μη καταγγελμένη μέχρι σήμερα.
Αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά, ότι τα Δικαστήρια στέκονται με αυστηρότητα απέναντι στις πράξεις των τρίτων, εταιρειών διαχείρισης / funds, με τις οποίες ο δανειολήπτης ποτέ δεν συναλλάχθηκε, αλλά δυνάμει μιας εντελώς αδιαφανούς διαδικασίας αγοράς απαιτήσεων, διεκδικούν από αυτόν υπέρογκα ποσά, δίχως θεμελίωση οποιασδήποτε νομιμοποίησής τους.
Η οικονομική κρίση, στην οποία περιήλθε η χώρα μας, από το 2010 και μετά, έπληξε τους περισσότερους ελεύθερους επαγγελματίες, με πολλούς να καταφεύγουν στη λύση του «λουκέτου». Άλλοι κατάφεραν μετ’ εμποδίων να συνεχίσουν τη λειτουργία της επιχείρησής τους, έχοντας όμως να αντιμετωπίσουν τη συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τα πιστωτικά ιδρύματα και το Δημόσιο, με αποκορύφωμα, τις περισσότερες φορές, να βρίσκονται ενώπιον του κινδύνου πλειστηριασμού της περιουσίας τους, είτε αυτή συνίσταται σε εταιρικά ακίνητα της επιχείρησης, είτε σε προσωπικά περιουσιακά στοιχεία των εταίρων, οι οποίοι συνήθως έχουν παράσχει εγγύηση για το δάνειο – πίστωση.
Αντίστοιχη περίπτωση αποτελούν εντολείς των δικηγορικών γραφείων «Lekkakou & Associates – Law Firm», οι οποίοι, συνιστούν ιδιοκτήτες μεγάλης αντιπροσωπείας αυτοκινήτων, με έδρα το Μαρούσι Αττικής και συνάμα εγγυήθηκαν για επιχειρηματικό δάνειο (Σύμβαση πίστωσης ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού) που έλαβε η εταιρεία για τις λειτουργικές της ανάγκες.
Οι εντολείς μας βρέθηκαν σε δυσχερή θέση, καθότι, λόγω του περιορισμού των συναλλακτικών σχέσεων τους – πωλήσεων αυτοκινήτων, σε συνδυασμό με την υψηλή φορολόγηση και την αύξηση των καταβαλλόμενων μισθωμάτων της εταιρείας, υπήρξε υπερημερία οφειλής, με αποτέλεσμα η ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ να εκδώσει εναντίον, τόσο της εταιρείας, όσο και των εγγυητών, διαταγή πληρωμής. Ακολούθως, η INTRUM HELLAS, υπό την επικαλούμενη ιδιότητά της ως διαχειρίστρια της απαίτησης, που μεταβιβάσθηκε από την τράπεζα προς την «PIRAEUS SNF DAC», προχώρησε σε επιβολή κατάσχεσης επί σειράς ακινήτων των εγγυητών, τα οποία βρίσκονται σε επαρχιακή πόλη της Πελοποννήσου.
Οι εγγυητές άσκησαν ανακοπή κατά της κατάσχεσης, η οποία όμως απορρίφθηκε από το οικείο Πρωτοδικείο και η διεξαγωγή των πλειστηριασμών φάνταζε, κάτι περισσότερο από σίγουρη. Η δικηγορική μας εταιρεία έσπευσε να «προστατεύσει» τους οφειλέτες, προβαίνοντας σε άμεση κατάθεση έφεσης προς εξαφάνιση και ακύρωση της απόφασης του Πρωτοδικείου, η οποία είχε προβεί σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου, ενώ συγχρόνως κατέθεσε ασφαλιστικά μέτρα ενώπιον του Εφετείου, ζητώντας την προσωρινή προστασία τους. Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, που εκδικάσθηκε το 2022, έγινε δεκτή από το Εφετείο, το οποίο πιθανολόγησε το εσφαλμένο της εκδοθείσας πρωτόδικης απόφασης και διέταξε την αναστολή του προγραμματισμένου, για λίγες μέρες αργότερα, πλειστηριασμού.
Έχοντας την προσωρινή προστασία και την μη ύπαρξη κινδύνου της περιουσίας των εντολέων, το 2023 εκδικάσθηκε η έφεση μας, η οποία με τη σειρά της έγινε δεκτή από το Εφετείο, αφού κρίθηκε, ότι η εταιρεία διαχείρισης, η οποία κίνησε όλες τις νομικές ενέργειες κατά των εγγυητών, δεν κατάφερε να αποδείξει τη νόμιμη διαχείριση της απαίτησης, που απορρέει από την επίδικη σύμβαση.
Εν κατακλείδι, το εφετείο δικαίωσε τους εγγυητές, ακυρώνοντας σε δεύτερο βαθμό με τελεσίδικη απόφαση τις κατασχετήριες εκθέσεις επί των ακινήτων τους, προστατεύοντας την ακίνητη περιουσία τους από σίγουρη εκποίηση και προσφέροντάς τους έτσι την κατάλληλη αρωγή, ώστε να μην καταστραφούν οικονομικά και να συνεχιστεί παράλληλα η λειτουργία της επιχείρησης, κάτι που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην προσπάθειά τους να πετύχουν μία βιώσιμη ρύθμιση για την αποπληρωμή της οφειλής τους.
Όπως είχε γίνει δημοσίως γνωστό, στις 11/4/2024 αναμενόταν να βγει σε πλειστηριασμό το ιστορικό κτίριο της οδού Σόλωνος 96-98, όπου στεγάζεται το κατάστημα της εταιρείας «ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΥΑΙΡΕΙΑ» με τον διακριτικό τίτλο «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ Α.Β.Ε.».
Ο σημερινός προγραμματισμένος πλειστηριασμός, όχι απλά ανεστάλη προσωρινά, αλλά, χάρη στη δικαστική παρέμβαση της δικηγορικής εταιρείας «Lekkakou & Associates – Law Firm» και της δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, Κωνσταντίνας Λεκκάκου, ακυρώθηκε η όλη διαδικασία και κρίθηκε άκυρη η επιβληθείσα κατάσχεση, από την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ».
Θυμίζουμε, ότι αυτός δεν είναι ο πρώτος πλειστηριασμός, ο οποίος ανεστάλη με όλες τις απαιτούμενες δικαστικές ενέργειες των δικηγορικών γραφείων «Lekkakou & Associates – Law Firm», καθώς τον Σεπτέμβριο του 2023, είχε πραγματοποιηθεί η αναστολή πλειστηριασμού της ακίνητης περιουσίας του ίδιου του εκδότη, κύριου Ηλία Λιβάνη με δύο δικαστικές αποφάσεις, κατά της «DOVALUE» τότε και της «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ», με τα έγγραφα μάλιστα, που θα αποδείκνυαν την τιτλοποίηση της δανειακής απαίτησης, να μην έχουν προσκομιστεί ακόμα.
Η τιτλοποίηση των δανειακών απαιτήσεων από τις τράπεζες προς τα αλλοδαπά funds, με ανάθεση διαχείρισης προς τις εταιρείες διαχείρισης, συνεχίζει να φέρει σοβαρές πλημμέλειες, τόσο, ως προς τη νομιμοποίησή τους, όσο και, ως προς την τήρηση των δικονομικών διατάξεων που διέπουν τη διαδικασία.
Ο Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα επιχείρησης στην Ελλάδα, το οποίο, παρά τις καταχρηστικές πρακτικές των funds, που, το μόνο που επιδιώκουν, είναι να οδηγήσουν σε άμεση και «βίαιη» ρευστοποίηση, μέσω πλειστηριασμών, τα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρηματιών, προσπαθεί με κάθε τρόπο να ρυθμίσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις, συνεχίζοντας κανονικά τη λειτουργία του, προκειμένου να ανταποκριθεί σε όλες τις οφειλές του και να ανακάμψει.
Οι γιορτές του Πάσχα έφτασαν νωρίτερα για δανειολήπτη – εντολέα των δικηγορικών γραφείων «Lekkakou & Associates – Law Firm», αφού, άλλη μία δεκτή δικαστική απόφαση απέδειξε τις καταχρηστικές συμπεριφορές που χρησιμοποιούν οι εταιρείες διαχείρισης και τα funds, δικαιώνοντας οφειλέτη από την Κρήτη, ο οποίος έλαβε Διαταγή Πληρωμής για στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο.
Συγκεκριμένα, η «DOVALUE GREECE» εξέδωσε Διαταγή Πληρωμής, με τα δικηγορικά μας γραφεία να καταθέτουν ανακοπή κατά αυτής. Με την απόφαση να εκκρεμεί, προχωρήσαμε στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να μην προχωρήσει η εκτέλεση της διαταγής, ήτοι να μην προχωρήσει η άνω εταιρεία σε επιβολή κατάσχεσης στην ακίνητη περιουσία του δανειολήπτη και του εγγυητή, καθώς και σε δέσμευση των τραπεζικών τους λογαριασμών. Υφίστατο άμεσος κίνδυνος προγραμματισμού πλειστηριασμού επί των ακινήτων του, καθώς και επικείμενης αδυναμίας εξυπηρέτησης των αναγκών διαβίωσης και λειτουργίας της επιχείρησης, λόγω κατάσχεσης των ποσών των λογαριασμών του.
Το Δικαστήριο πιθανολόγησε, ότι αφενός η Διαταγή πληρωμής θα ακυρωθεί με την απόφαση που θα εκδοθεί και θα κάνει δεκτή την ανακοπή κατά αυτής, εξαφανίζοντας την και αφετέρου, ότι η ζημία που θα έχει υποστεί στο μεταξύ ο δανειολήπτης θα είναι ανυπέρβλητη.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο δέχτηκε, ότι η προσκομισθείσα από τη doValueGreece δήθεν σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης δεν φέρει το αναγκαίο εκ του νόμου περιεχόμενο, καθώς δεν αναφέρονται σε αυτήν οι προς διαχείριση απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων και η συγκεκριμένη επίδικη, και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης αυτών. Εξαιτίας της ακυρότητας αυτής, η ανακοπτόμενη Διαταγή Πληρωμής πιθανολογείται, ότι θα ακυρωθεί, ως εκδοθείσα άνευ νομιμοποίησης της doValue Greece, που αιτήθηκε την έκδοση της.
Σε συνέχεια των άνω, το Δικαστήριο, με σκοπό να παρεμποδίσει μια πιθανολογούμενη παράνομη και άδικη εκτέλεση (πλειστηριασμός περιουσιακών στοιχείων – δέσμευση λογαριασμών) διέταξε την απαγόρευση αυτής με απόφαση του.
Δεδομένου δε, ότι η εκδίκαση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής έχει προσδιορισθεί να διεξαχθεί κατά το επόμενο έτος, με την απόφαση αυτή προσφέρεται πολύτιμος χρόνος και διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στον δανειολήπτη, ώστε να επιτύχει – εάν το επιθυμεί – βέλτιστη λύση ρύθμισης της οφειλής του, μεταξύ άλλων και μέσω της πλατφόρμας του εξωδικαστικού μηχανισμού, όντας ταυτόχρονα προστατευμένος ο ίδιος και ο εγγυητής από κλιμάκωση των νομικών ενεργειών.
Οι παράνομες μέθοδοι και οι δόλιες τακτικές των εταιρειών διαχείρισης, μαζί με τα funds, συνεχίζονται με κάθε τρόπο. Πέραν των τιτλοποιήσεων, οι οποίες έχουν κριθεί ως άκυρες από τα δικαστήρια της χώρας, σύμφωνα με τα αναλυόμενα στην μέχρι σήμερα αρθρογραφία μας, τα funds προσπαθούν να θέσουν τους δανειολήπτες εκτός της προστασίας του Ν. Κατσέλη, με σκοπό εν τέλει την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας τους.
Σε περίπτωση εντολέα – δανειολήπτη των δικηγορικών γραφείων «Lekkakou & Associates – Law Firm», μετά την έκδοση δεκτής οριστικής δικαστικής απόφασης του Ν.3869/2010 με προβλεπόμενη, δικαστικά, προστασία της κατοικίας του και ρύθμιση του οφειλόμενου ποσού, σύμφωνα με τα οικονομικά και προσωπικά του στοιχεία, ενώ αυτός κατέβαλλε κανονικά τη μηνιαία δόση που ορίστηκε από το Δικαστήριο, ο πιστωτής, πλέον fund, απαιτούσε παρανόμως δόση διπλάσιου ποσού.
Συγκεκριμένα, με δεκτή δικαστική απόφαση του Νόμου Κατσέλη, η οποία εκδόθηκε το 2017, με αντίδικο την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», εξαιρέθηκε η εκποίηση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, ορίζοντας, ότι η καταβολή των δόσεων για τη διάσωση της κατοικίας του θα ξεκινούσε μετά από τέσσερα έτη. Κατά το έτος 2021 και ενώ η απαίτηση είχε μεταβιβαστεί στην «INTRUM HELLAS Α.Ε.», έγινε κάθε δυνατή προσπάθεια επικοινωνίας με την εταιρεία διαχείρισης, προκειμένου να γνωστοποιηθεί ο τρόπος καταβολής της μηνιαίας δόσης, ότε και ο δανειολήπτης βρέθηκε αντιμέτωπος με τεράστια ταλαιπωρία και ατέρμονη αναμονή, ώστε να λάβει, μετά από σειρά μηνών, τους αναγκαίους λογαριασμούς – κωδικούς πληρωμής.
Το 2022, ενώ συνεχίζονταν οι καταβολές, η Intrum «όχλησε» τον οφειλέτη, κάνοντας λόγο για ληξιπρόθεσμες οφειλές, που αντιστοιχούσαν, όχι μόνο σε δόσεις, οι οποίες είχαν ήδη καταβληθεί, αλλά και σε δόσεις με τεράστια απόκλιση από το καθορισμένο δικαστικά ποσό.
Η εταιρεία διαχείρισης, μη συμμετέχουσα καν στη δίκη της υπαγωγής του οφειλέτη στον Ν.3869/2010, υπολόγιζε παράνομα το εφαρμοσθέν επιτόκιο στο σύνολο του άληκτου κεφαλαίου και όχι στη μηνιαία δόση, «εκτοξεύοντας» το οφειλόμενο ποσό στο διπλάσιο περίπου.
Πρέπει να σημειωθεί, πως η οριζόμενη δόση του Ν.3869/2010 αποτελεί το «ταβάνι» που μπορεί να καταβάλλει ο οφειλέτης και όχι τη βάση υπολογισμού, με τον νομοθέτη και εν συνεχεία τον Δικαστή που εφαρμόζει τον Νόμο να έχει υπόψιν του, τόσο τις οικονομικές δυνατότητες του δανειολήπτη, όσο και τη μεταβαλλόμενη, σε βάθος χρόνου, αξία του χρήματος. Άλλωστε, η δόση είχε οριστεί να καταβάλλεται χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της ΤτΕ, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς, αυτό των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ. Ο τρόπος όμως, εκτοκισμού της εν λόγω μηνιαίας δόσης χρήζει ερμηνείας και διευκρίνησης.
Μετά από νομικές ενέργειες των γραφείων μας, το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ερμηνείας της απόφασης του Ν. 3869/2010, και αποφάσισε, αφενός να συνυπολογιστούν, όπως δικαίως και αποδεδειγμένα ζητήθηκε, οι μέχρι σήμερα καταβληθείσες και μη υπολογισθείσες από την εταιρεία διαχείρισης δόσεις, και αφετέρου τον εκτοκισμό της δόσης επί του ποσού της μηνιαίας δόσης, κατά τα ζητηθέντα από τον δανειολήπτη.
Κανείς πλέον, δεν μπορεί να αγνοεί την αδήριτη ανάγκη να δοθεί η πραγματική δυνατότητα στους υπερχρεωμένους δανειολήπτες να πραγματοποιήσουν ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα στη ζωή τους, ρυθμίζοντας τις οφειλές τους, διατηρώντας την ακίνητη περιουσία τους και δη, την κύρια κατοικία τους από τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν θέσει ως προτεραιότητα την εκποίηση αυτής, παρά την αναδιάρθρωση και την οικονομική εξυγίανση του οφειλέτη, μέσω των νομοθετικά προβλεπόμενων εργαλείων.
Η καταχρηστική συμπεριφορά και οι πιέσεις των εταιρειών διαχείρισης συνεχίζονται κατά των δανειοληπτών, με τους τελευταίους ωστόσο να δικαιώνονται όλο και πιο συχνά, ευρισκόμενοι στις δικαστικές αίθουσες. Αυτή τη φορά, η CEPAL, επικαλούμενη, ότι ενεργεί ως εκπρόσωπος του fund «GEMINI CORE SECURITISATION DAC», δεν κατάφερε να αποδείξει, ότι δικαιούτο την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής κατά δανειολήπτη, ως κρίθηκε ύστερα από ανακοπή που κατέθεσε η «Lekkakou & Associates – Law Firm», η οποία και έγινε δεκτή.
Ειδικότερα, ηλικιωμένο ζευγάρι απευθύνθηκε στα γραφεία μας, αφού αντιμετώπιζε δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του στεγαστικού δανείου, που είχε συνάψει με την «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ». Στα πλαίσια της ελεύθερης διαπραγμάτευσης με την Τράπεζα, επήλθε συμφωνία ρύθμισης και, ενώ οι δανειολήπτες ανέμεναν την υπογραφή της συμφωνηθείσας ρύθμισης και την καταβολή των οριζόμενων ποσών των δόσεων, σε λογαριασμό που θα τους υποδείκνυε αυτή, ενημερώθηκαν από το αρμόδιο κατάστημα της ΑΛΦΑ, ότι δεν υφίσταται σχετική πράξη ρύθμισης με τα στοιχεία τους και δεν ήταν εφικτή η υπόδειξη λογαριασμού.
Η χρονοτριβή που υπήρξε με υπαιτιότητα της Τράπεζας και η υπαναχώρηση αυτής από τα συμφωνηθέντα, ανάγκασε τους δανειολήπτες να αιτηθούν χορήγηση αρχείου ηχογραφημένων κλήσεων, με την τράπεζα να τους παραδίδει ένα κατεστραμμένο ψηφιακό δίσκο!
Εν μέσω της άνω κατάστασης, οι δανειολήπτες έλαβαν, με τεράστια έκπληξη, Διαταγή Πληρωμής, η οποία εκδόθηκε με αίτηση, όχι της ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, με την οποία και επικοινωνούσαν το ίδιο χρονικό διάστημα, αλλά της CEPAL, ως διαχειρίστριας της αλλοδαπής εταιρείας GEMINΙ.
Προδήλως, προκλήθηκε σύγχυση ως προς το πρόσωπο του αληθούς πιστωτή τους, η οποία και εκτέθηκε με την κατατεθείσα ανακοπή ως και το σύνολο των όσων είχαν λάβει χώρα.
Κατά τη διάρκεια, μάλιστα, της εκδίκασης της ανακοπής, η εταιρεία CEPALανέφερε πως οι δανειολήπτες δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόταση ρύθμισης – με τις επικοινωνίες και συμφωνίες να γίνονται με την ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ και όχι την ίδια -, συνομολογώντας την εν εξελίξει διεξαγωγή διαπραγματεύσεων και φανερώνοντας παράλληλα την άκρως αδικαιολόγητη έκδοση της εν λόγω διαταγής πληρωμής.
Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, ακόμα και αν υπήρξε μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης από την ΑΛΦΑ προς την CEPAL και τη GEMINI, κρίθηκε πως επήλθε χειροτέρευση της θέσης των δανειοληπτών, η οποία και απαγορεύεται, βάσει του Νόμου περί των τιτλοποιήσεων, 3156/2003. Οι τελευταίοι βρέθηκαν σε κίνδυνο οικονομικού αφανισμού, λόγω ενδεχόμενης επιβολής κατάσχεσης στην κινητή και ακίνητη περιουσία τους.
Να σημειωθεί επίσης, ότι σύγχυση είχε δημιουργηθεί και με την επικρατούσα ασάφεια ως προς τον πιστωτή στα πλαίσια υποβληθείσας αίτησης του Εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών των συγκεκριμένων δανειοληπτών.
Κατά τα άνω, αξιολογώντας τις προσπάθειες ρύθμισης των οφειλετών και την υπαναχώρηση της ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ, αλλά και την όλη σύγχυση ως προς το πρόσωπο του πραγματικού πιστωτή, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την ανακοπή, αναγνωρίζοντας την καταχρηστική συμπεριφορά της εταιρείας διαχείρισης και του fund. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά, κατά την οποία, όχι μόνο δεν αποδεικνύεται έννομα η μεταβίβαση της απαίτησης, αλλά και οι πιστωτές κρίνεται, ότι λειτουργούν δόλια, με έκδοση διαταγών πληρωμής και επιβολή κατασχέσεων, παρά την ήδη εκφρασθείσα βούληση του δανειολήπτη για αναδιάρθρωση μέσω ρύθμισης.
Τα ελληνικά δικαστήρια, τόσο στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (Ειρηνοδικεία, Πρωτοδικεία), όσο και στον δεύτερο, μετά την άσκηση έφεσης (ιδίως Εφετεία) καλούνται προπάντων να ελέγξουν, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις, τις οποίες θέτει ο Νόμος και δη ο Κώδικας πολιτικής δικονομίας για την παραδεκτή άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου που βρίσκεται ενώπιον τους.
Πριν καν δηλαδή το Δικαστήριο εξετάσει την ουσία και το περιεχόμενο της αγωγής ή έφεσης, οφείλει να διαπιστώσει, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις άσκησής του. Ενδεικτικά, ελέγχεται εάν έχει κατατεθεί το δικόγραφο στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, ως και εάν το πρόσωπο που ασκεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο αποδεικνύεται, ότι είναι φορέας του δικαιώματος δικαστικής προστασίας που επικαλείται και εάν φέρει έννομο συμφέρον.
Στην περίπτωση δε των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, οι οποίες ποτέ δεν συμβλήθηκαν με τον δανειολήπτη, για το παραδεκτό των πράξεων τους, αυτές υποχρεούνται αρχικά να θεμελιώσουν την σχέση, η οποία τις συνδέει με την απαίτηση που αξιώνεται ή κρίνεται, ώστε στη συνέχεια να ληφθούν υπόψη και να κριθούν τα όσα ισχυρίζονται.
Εν τοις πράγμασι, σε περίπτωση εντολέα – δανειολήπτη των δικηγορικών γραφείων «Lekkakou & Associates – Law Firm», το Εφετείο Θράκης κλήθηκε να κρίνει επί της έφεσης που κατέθεσε η εταιρεία διαχείρισης «QQUANT MASTER SERVICER AEΔΑΔΠ», με την οποία ζητήθηκε η εξαφάνιση απόφασης του Πρωτοδικείου Κομοτηνής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε κρίνει οριστικά, ότι η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε από την ATTICA BANK, ως διαχειρίστρια της νέας κατόχου, λόγω τιτλοποίησης αλλοδαπής εταιρείας, ήταν καθ’ όλα άκυρη, καθώς δεν αποδεικνυόταν η πώληση και μεταβίβαση της απαίτησης, από την ΤΡΑΠΕΖΑ στην εταιρεία αυτή.
Το Εφετείο όμως, όχι μόνο δεν ανακάλεσε τη δικαστική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά απέρριψε την έφεση που άσκησε η QQUANT, καθότι έκρινε, ότι αυτή δεν φέρει οποιαδήποτε σχέση με τη δανειακή σύμβαση και απαίτηση που είναι αντικείμενο της δίκης. Χωρίς να εξετάσει καν το ορισμένο και βάσιμο των όσων ισχυρίσθηκε η εταιρεία διαχείρισης με την έφεσή της, έκρινε τελεσίδικα, ότι η τελευταία είναι απαράδεκτη και δεν επιδέχεται δικαστικής κρίσης.
Με τον τρόπο αυτό, επικυρώθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου, η οποία και κατέστη απρόσβλητη, αποδεικνύοντας, σε συνέχεια της πάγιας νομολογίας, ότι οι εταιρείες διαχείρισης καλούνται να αποδείξουν εξ εγγράφων και με συγκεκριμένα στοιχεία την νομιμοποίηση τους, προς διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης κατά των οφειλετών.
Μη απόδειξη της ανάθεσης διαχείρισης στην συγκεκριμένη εταιρεία διαχείρισης - Αναγκαία η προσκόμιση εγγράφου με αναφορά στην συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση
Σε συνέχεια των μέχρι σήμερα δικαστικών αποφάσεων, με τις οποίες κρίνεται, ότι οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (fund), στρεφόμενες κατά των δανειοληπτών και, αξιώνοντας από αυτούς χρηματικά ποσά από δάνεια και πιστώσεις, τα οποία οι τελευταίοι σύνηψαν με τις Τράπεζες, υποχρεούνται να αποδεικνύουν την ιδιότητα υπό την οποία ενεργούν και την σχέση τους με την επίδικη απαίτηση. Η νομολογιακή αυτή τάση ενισχύεται με νέα δημοσιευθείσα δικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.
Στην επίδικη περίπτωση εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, μετά από αίτηση της «CEPAL HELLAS AEΔΑΔΠ» (ALPHA BANK) κατά συζύγων δανειοληπτών, οι οποίοι ασκούν αγροτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Το δάνειο λήφθηκε προς κάλυψη έκτακτων αναγκών.
Δεδομένης όμως, της επί τω χείρω εξέλιξης της αγροτικής οικονομίας, αλλά και της ακραίας υπερφορολόγησης, οι δανειολήπτες βρέθηκαν σε αδυναμία εξυπηρέτησης της δανειακής σύμβασης, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να απωλέσουν την κατοικία τους, η οποία και έφερε προσημείωση υποθήκης.
Η εταιρεία διαχείρισης πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής, υποχρεώνοντας τους οφειλέτες να της καταβάλουν ποσό 200.000 € εντόκως προς εξόφληση της απαίτησης, που είχε στο μεταξύ διαμορφωθεί.
Εντούτοις, μετά την άσκηση ανακοπής κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, το Πολυμελές Πρωτοδικείο προχώρησε στην οριστική ακύρωση αυτής, κρίνοντας ότι, κατά παράβαση της αρχής της εγγράφου αποδείξεως στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ουδεμία έννομη σχέση που να συνδέει την εταιρεία διαχείρισης με τον συγκεκριμένο δανεισμό.
Πιο συγκεκριμένα, έγινε δεκτό, ότι στα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έκδοση της διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα στο κατατεθέν έντυπο δημοσίευσης αναφορικά με την σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, πως ουδεμία αναφορά γινόταν στη συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση.
Λόγω της μη απόδειξης την ανάθεσης διαχείρισης της απαίτησης, η οποία απορρέει από την επίδικη σύμβαση, εξαφανίσθηκε, με την απόφαση του Δικαστηρίου, η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου με απόφασή του, δημοσιευθείσα στις 30/6/2023, ακύρωσε Διαταγή Πληρωμής, η οποία είχε εκδοθεί μετά από αίτηση της «INTRUM HELLAS AEΔΑΔΠ», φερόμενης ως διαχειρίστριας απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ» στην αλλοδαπή εταιρεία «SUNRISE I NPL FINANCE DESIGANTED ACTIVITY DAC».
Με τη διαταγή πληρωμής, η INTRUM HELLAS αξίωσε από τους δανειολήπτες την καταβολή ποσού άνω των 500.000€, εξαιτίας οφειλής από επιχειρηματικά δάνεια. Πριν ακόμα την καταγγελία της σύμβασης και την έκδοση της διαταγής πληρωμής οι δανειολήπτες προσπαθούσαν να ρυθμίσουν την οφειλή τους, δίχως ωστόσο αποτέλεσμα, καθώς τους ζητούνταν η καταβολή υπέρογκου ποσού ως προκαταβολής και καταβολή μη βιώσιμων μηνιαίων δόσεων.
Εντούτοις, το Πολυμελές Πρωτοδικείο έκρινε ότι η εταιρεία «INTRUM HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» δεν απέδειξε πως συνιστά διαχειρίστρια της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, καθότι δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο στο οποίο να γίνεται αναφορά στη συγκεκριμένη απαίτηση, ώστε να προκύπτει ότι αυτή συγκαταλέγεται σε όσες ανατέθηκαν προς διαχείριση στην ίδια. Ρητώς μάλιστα, κρίθηκε ότι δεν αρκεί η επίδικη απαίτηση να φέρεται ως μεταβιβαζόμενη στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, εν προκειμένω στην «SUNRISE I NPL FINANCE DAC», αλλά όχι ανατεθειμένη προς διαχείριση στην αιτούσα εταιρεία «ΙΝΤRUM HELLAS».
Επιπλέον, κρίθηκε ότι κατά παράβαση των διατάξεων των Ν.4354/2015 και Ν.3156/2003, σωρευτικά εφαρμοζόμενων, δεν τηρήθηκε ο τύπος που προβλέπεται για την κατάρτιση των συμβατικών εγγράφων της τιτλοποίησης απαιτήσεων, με συνέπεια αυτή να πάσχει.
Το Πρωτοδικείο Αθηνών προχώρησε στην έκδοση της ΠΡΩΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΑ, με την οποία αντιμετωπίσθηκε η - όλο ένα και πιο συχνά πλέον εμφανιζόμενη - περίπτωση της επιβολής κατάσχεσης ακινήτου δανειολήπτη από πιστωτικό ίδρυμα – Τράπεζα, και της εν συνεχεία, πριν την διεξαγωγή του πλειστηριασμού, μεταβίβασης της απαίτησης σε αλλοδαπή εταιρεία λόγω τιτλοποίησης, με αποτέλεσμα να επίκειται πλειστηριασμός, χωρίς να υπάρχει πλέον πρόσωπο που τον επισπεύδει.
Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση που κρίθηκε από το Πρωτοδικείο Αθηνών, η «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» επέβαλε κατάσχεση επί ακινήτου – Α’ κατοικίας δανειολήπτη εντολέα των Γραφείων μας, ο οποίος τυγχάνει ευάλωτος οικονομικά, λαμβάνων επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης.
Εντούτοις, επί σειρά μηνών η «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» απείχε αδικαιολόγητα από οποιαδήποτε ανταπόκριση και επικοινωνία. Εν τέλει, μόλις δυο μήνες πριν την προγραμματισμένη διεξαγωγή του πλειστηριασμού η «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ» κατ' αίτησή μας βεβαίωσε εγγράφως, ότι η συγκεκριμένη απαίτηση για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση είχε ήδη μεταβιβαστεί σε – μη προσδιορισμένη - αλλοδαπή εταιρεία και η ίδια ουδεμία αρμοδιότητα είχε επί του πλειστηριασμού και εν γένει της επίδικης απαίτησης.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με τελεσίδικη απόφαση του έκανε δεκτή έφεση εντολέα των Γραφείων μας για υπαγωγή στις διατάξεις του Ν.3869/2010, εντάσσοντας τις οφειλές του στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του άνω νομοθετήματος και προσφέροντας προστασία από τις πράξεις, κατάσχεση και πλειστηριασμό περιουσιακών στοιχείων, των πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιρειών διαχείρισης.
Ο Δικαστής εξαφάνισε την προγενέστερη απορριπτική απόφαση του Ειρηνοδικείου και έκανε δεκτούς όλους τους ισχυρισμούς μας και τους λόγους έφεσης, με κυριότερο αυτών την έλλειψη δόλου στο πρόσωπό του εντολέα μας για την περιέλευσή του σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών.
Υιοθετώντας όλα τα επιχειρήματά μας, που αναλυτικά είχαμε παραθέσει, τόσο στο δικόγραφο της εφέσεως, όσο και κατά την παράστασή μας στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσής, το Δικαστήριο απέρριψε όλες τις ενστάσεις των τραπεζών (δόλου, αοριστίας, καταχρηστικότητας κτλ), κρίνοντας αυτές, είτε ως αόριστες, είτε ως νόμω και ουσία αβάσιμες.
Δέχεται όλα τα πραγματικά περιστατικά και κάνει ειδική μνεία στο ότι δεν πρέπει να θίγεται η αξιοπρεπής διαβίωση του οφειλέτη.
Εν τέλει, αποφάσισε τη ρύθμιση των οφειλών του εντολέως μας με τον πλέον συμφέρον τρόπο, διαγράφοντας ποσό οφειλής περίπου 40% και ορίζοντας αποπληρωμή υπολοίπου με μηνιαίες δόσεις σε βάθος εικοσαετίας.
Πασίγνωστο ιστορικό ξενοδοχείο σε μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, βρέθηκε αντιμέτωπο με τον πλειστηριασμό. Ήδη από το έτος 2022, τα γραφεία μας είχαν πετύχει την ακύρωση πράξης της εταιρείας διαχείρισης «CEPAL HELLAS AΕΔΑΔΠ», φερόμενης ως διαχειρίστριας της αλλοδαπής εταιρείας «LANA SECURITIZATION SARL» για την επίσπευση πλειστηριασμού επί της ξενοδοχειακής μονάδας.
Συγκεκριμένα, με ανέκκλητη απόφαση το Δικαστήριο ήδη από τον Μάιο του 2022 έκρινε, ότι συντρέχουν ακυρότητες επί της επικαλούμενης μεταβίβασης της επίδικης απαίτησης, οι οποίες δεν μπορούν να διορθωθούν.
Στο μεταξύ και ενώ μεσολάβησαν επί μακρόν χρονικό διάστημα διαπραγματεύσεις με την εταιρεία διαχείρισης, οι οποίες λόγω αξίωσης σημαντικού ποσού προκαταβολής δεν τελεσφόρησαν, η εταιρεία «CEPAL HELLAS AEΔΑΔΠ» όλως παράνομα προχώρησε σε νέα επίσπευση του πλειστηριασμού.
Οι πράξεις της άνω εταιρείας διαχείρισης στις 10/4/2023 όχι μόνο ακυρώθηκαν με νεότερη εκδοθείσα απόφαση του Δικαστηρίου, ύστερα και από την απόφαση του Αρείου Πάγου τον περασμένο Φεβρουάριο, αλλά πετύχαμε και την ανατροπή της επιβληθείσας κατάσχεσης.
Στις 7/4/2023 το Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων, κάνοντας δεκτή την αίτηση του δανειολήπτη εντολέα μας με προσωρινή διαταγή, του απαγόρευσε τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης και καταδιωκτικού μέτρου κατά της κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη (επιβολή κατάσχεσης επί των τραπεζικών λογαριασμών και επιβολή κατάσχεσης επί ακινήτων).
Συγκεκριμένα, στον εντολέα μας, επιχειρηματία με σημαντική ακίνητη περιουσία, κοινοποιήθηκε διαταγή πληρωμής εκδοθείσα κατ’ αίτηση της εταιρείας διαχείρισης «INTRUM HELLAS AEΔΑΔΠ» υπό την επικαλούμενη ιδιότητά της ως διαχειρίστρια στο όνομα και για λογαριασμό της φερόμενης νέας κατόχου «VEGA II NPL FINANCE DAC», με την οποία αυτός διατάχθηκε να καταβάλει υπέρογκο χρηματικό ποσό δυνάμει σύμβασης στεγαστικού δανείου που είχε συνάψει με την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ».
Το Δικαστήριο, πιθανολογώντας ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου, ύστερα μάλιστα και από την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου τον Φεβρουάριο του 2023, προχώρησε σε αναστολή διενέργειας όλων των πράξεων κατά του οφειλέτη και της περιουσίας του, μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, με την οποία θα ακυρώνεται η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής.
Επιχειρηματίες, διευθύνοντες εταιρείας επίπλων και ξυλείας, λόγω ανατροπής της οικονομικής τους κατάστασης και σώρευσης οφειλών, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον πλειστηριασμό ακινήτων τους, ο οποίος και εν τέλει διεξήχθη τους προηγούμενες μήνες, κατ’ εντολή της εταιρείας «INTRUM HELLAS AEΔΑΔΠ» για λογαριασμό της εταιρείας «PIRAEUS SNF DAC».
Οι δανειολήπτες, έχοντας χάσει τα ακίνητα τους, απευθύνθηκαν στα Γραφεία μας, δίχως να έχουν ασκήσει μέχρι τότε οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα κατά των εναντίον τους πράξεων.
Τα γραφεία μας, εξαντλώντας κάθε δυνατότητα που προβλέπει το Δίκαιο και ύστερα από την απόφαση που εκδόθηκε τον Φλεβάρη του 2023 από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, επέτυχαν με δικαστική διαταγή, εκδοθείσα στις 29/3/2023, την αναστολή της αποβολής των δανειοληπτών από τα εκπλειστηριασθέντα ακίνητα και την απαγόρευση οποιασδήποτε πράξης εναντίον αυτών, αλλά και των τρίτων μισθωτών των ακινήτων.
Το Δικαστήριο πιθανολόγησε, ότι η ασκηθείσα ανακοπή μας κατά της κατακυρωτικής έκθεσης που συντάχθηκε από τη Συμβολαιογράφο μετά τον πλειστηριασμό θα ευδοκιμήσει, εξαιτίας της αποδεικνυόμενης σύγχυσης σχετικά με το πρόσωπο του κατόχου της απαίτησης και θα ακυρωθεί ο διενεργηθείς παράνομα πλειστηριασμός με ταυτόχρονη επαναφορά των πραγμάτων στην προγενέστερη αυτού κατάσταση.
Τα Γραφεία μας τον μήνα Μάρτιο πέτυχαν την έκδοση δεκτής απόφασης επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων εντολέως μας, κτηνοτρόφου, με την οποία διετάχθη η αναστολή οποιασδήποτε πράξης εκ μέρους της εταιρείας «doValue Greece AEΔΑΔΠ» ως φερόμενης διαχειρίστριας της αλλοδαπής εταιρείας «CAIRO No2 FINANCE DAC», μέχρι την έκδοση απόφασης επί ασκηθείσας ανακοπής κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής. Η απόφαση αναστολής εγκρίθηκε μάλιστα, αφού είχε προηγηθεί τον περασμένο Φεβρουάριο η απόφαση του Αρείου Πάγου.
Το Δικαστήριο, πιθανολογώντας τη βασιμότητα των ισχυρισμών μας που προβάλαμε με την ανακοπή μας σχετικά με τη μη θεμελίωση διαχειριστικού δικαιώματος της άνω εταιρείας επί της συγκεκριμένης απαίτησης κατά του δανειολήπτη, την διέταξε να μην προχωρήσει σε καμία πράξη προς είσπραξη της απαίτησης, μέχρι την αναμενόμενη δικαστική κρίση επί του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, προσφέροντας κατά αυτόν τον τρόπο συγχρόνως πολύτιμο χρόνο στον οφειλέτη, ώστε να προβεί σε ρύθμιση της οφειλής του με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους.
Το Μονομελές Πρωτοδικείου Ρεθύμνου με απόφαση που εξέδωσε μετά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ και συγκεκριμένα την 23/2/2022, προέβη στην ακύρωση έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που επέβαλε η εταιρεία «CEPAL HELLAS AEΔΑΔΠ» σε ακίνητη περιουσία ιδιοκτησίας εντολέως μας, με αποτέλεσμα τη μη διεξαγωγή του προγραμματισμένου πλειστηριασμού.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι υφίστανται ακυρότητες στον τρόπο εφαρμογής των επικαλούμενων από την άνω εταιρεία διαχείρισης Νόμων 3156/2003 και 4354/2015 μη δυνάμενες να θεραπευτούν.
Η εκδοθείσα, μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου απόφαση του Πρωτοδικείου, αποδεικνύει ότι τα αρμόδια δικαστήρια εξακολουθούν να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων, ελέγχοντας, όχι μόνο το εάν η εταιρεία διαχείρισης νομιμοποιείται να προβαίνει σε πράξεις κατά των δανειοληπτών, αλλά το εάν αυτές εφαρμόζουν και αποδεικνύουν την εφαρμογή των διατάξεων των δυο νόμων (ν.3156/2003 και ν.4354/2015) που επικαλούνται.
Κατά τον τρόπο αυτό συνεχίζει η σταθερή πλέον, ήδη από το έτος 2019, σειρά αποφάσεων των Γραφείων μας, κατά των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων.
Τον Ιανουάριο του 2023 το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου προχώρησε σε ακύρωση κοινοποιηθείσας σε εντολείς μας – επιχειρηματίες επιταγής προς πληρωμή κάτωθι Διαταγής πληρωμής, με την οποία επιτάχθηκαν να καταβάλουν χρηματικό ποσό στην αλλοδαπή εταιρεία «INTRUM HELLAS AEΔΑΔΠ» δυνάμει σύμβασης πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού που είχαν συνάψει με την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ».
Το Δικαστήριο οριστικώς έκρινε ότι η ως άνω εταιρεία διαχείρισης «ΙΝΤRUM HELLAS AEΔΑΔΠ» δεν τήρησε τις προϋποθέσεις που απαιτεί το δικονομικό δίκαιο για τη διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των εντολέων μας επιχειρηματιών, μη αποδεικνύοντας την ύπαρξη σχετικού δικαιώματος στο πρόσωπο της, αλλά ταυτόχρονα υποκρύπτοντας πληθώρα ακυροτήτων, οι οποίες και διαπιστώθηκαν δικαστικά.
Με την απόφαση αυτή, η εταιρεία διαχείρισης «INTRUM HELLAS AEΔΑΔΠ» αδυνατεί να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη επί της περιουσίας των εντολέων μας προς είσπραξη της απαίτησης.
Κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, τράπεζες και αλλοδαπά funds επιδίδονται σε μία, όχι νέα, αλλά σίγουρα έχουσα για μεγάλο χρονικό διάστημα περιέλθει σε αδράνεια τακτική, προκειμένου να πιέσουν όλο και πιο ασφυκτικά τους δανειολήπτες.
Πιο συγκεκριμένα χρησιμοποιούν τον εκτελεστό τους τίτλο, ήτοι την διαταγή πληρωμής, ακόμη και αν η τελευταία έχει εκδοθεί αρκετά χρόνια πριν, όχι για να επιβάλλουν κατασχέσεις επί ακινήτων αλλά δήθεν προς εξασφάλιση των απαιτήσεών τους για να επιβάλλουν το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτων. Με πιο απλά λόγια επιβάλλουν συντηρητική κατάσχεση σε τραπεζικούς λογαριασμούς των δανειοληπτών, δήθεν προς εξασφάλισή τους ακόμη και αν γνωρίζουν ότι οι τραπεζικοί αυτοί λογαριασμοί δεν διαθέτουν παρά ελάχιστα χρήματα, με αποτέλεσμα οι λογαριασμοί αυτοί συνήθως να μπλοκάρονται και οι δανειολήπτες να μην μπορούν να κάνουν χρήση τους ούτε για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών των οικογενειών και των επιχειρήσεών τους . Με τον τρόπο αυτό συνήθως τράπεζες και αλλοδαπά funds επιδιώκουν να πιέσουν ασφυκτικά έκαστο δανειολήπτη προκειμένου είτε να εξοφλήσει την οφειλή είτε να υπογράψει ρύθμιση με ευνοϊκούς για τους πιστωτές όρους συνήθως εμπεριέχουσα και αναγνώριση οφειλής.
Το γραφείο μας ήρε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτων που είχε επιβληθεί σε βάρος εταιρείας και φυσικών προσώπων που δραστηριοποιούνται σε μεγάλο νησί των Κυκλάδων. Οι εντολείς μας είχαν περιέλθει σε απόγνωση καθώς ενώ η οφειλή τους αμφισβητούνταν δικαστικά και εξασφαλιζόταν επαρκώς εμπραγμάτως μέσω προσημειώσεων υποθήκης, είδαντους τραπεζικούς τους λογαριασμούς να δεσμεύονται και να μπλοκάρουν με κίνδυνο την ίδια την επιβίωση της εταιρείας τους. Το γραφείο μας με επίκληση της κατάλληλης νομολογίας έπεισε το Δικαστήριο ότι με δεδομένο ότι η απαίτηση ήταν επαρκώς εξασφαλισμένη, ουδείς λόγος εννόμου συμφέροντος υφίστατο προκειμένου η τράπεζα να προχωρήσει στην κίνηση αυτή . Ως αποτέλεσμα η εταιρεία και οι απαρτίζοντες αυτήν εταίροι μπορούν πλέον εκ νέου να εκκινήσουν την κανονική τους επαγγελματική δραστηριότητα.
Εντολέας μας στην Κρήτη, επαγγελματίας αγρότης βρέθηκε προ ημερών αντιμέτωπος με πλειστηριασμό επί κινητών πραγμάτων ιδιοκτησίας του και πιο συγκεκριμένα κινδύνεψε να απωλέσει τα επαγγελματικού τύπου θερμοκήπιά του εξαιτίας διαταγών πληρωμής εκδοθεισών τα έτη 2013 και 2014 με αιτία γραμμάτια εις διαταγή.
Αν και προσήλθε σε εμάς με αρκετή καθυστέρηση, μετά από μελέτη της υποθέσεώς του καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι σε βάρος του απαιτήσεις είχαν υποπέσει σε παραγραφή, διότι αφενός δύο εκ των τριών διαταγών πληρωμής που είχαν εκδοθεί σε βάρος του δεν είχαν επιδοθεί το πρώτον εντός τριετίας από την ημερομηνία λήξης των αντίστοιχων γραμματίων όπως ο Ν. 5325/1932 σε συνδυασμό με τα άρθρα 626 επ. ΚΠΟΛΔ ορίζουν, αφετέρου διότι η τρίτη σε βάρος του διαταγή πληρωμής ενσωμάτωνε πλέον απαίτηση που είχε υποπέσει σε παραγραφή εν επιδικία καθώς μετά την πρώτη επίδοση ουδεμία πράξη είχε λάβει χώρα επί επτά έτη, τούτο δε διότι η επίδοση της διαταγής πληρωμής διακόπτει την κατά το άρθρο 70 παρ. 1 του Ν 5325/1932 «περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν» τριετή παραγραφή από την χρονολογία λήξεως και δεν την αναστέλλει.
Περαιτέρω, στο άρθρο 953 ΚπολΔ ορίζονται, μετά την τελευταία αναθεώρησή του, πλέον ενδεικτικά και όχι απολύτως περιοριστικά, τα κινητά πράγματα που είναι ανεπίδεκτα κατάσχεσης, το δε άρθρο 953 ΚΠολΔ χαρακτηριστικά αναφέρει, ότι εξαιρούνται από την κατάσχεση, προκειμένου για πρόσωπα που με την προσωπική τους εργασία αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν, τα πράγματα που είναι απαραίτητα για την εργασία τους. Σύμφωνα μάλιστα, με την εντελώς πρόσφατη νομολογία απαιτείται ευρεία θεώρηση των ακατάσχετων κινητών, προκειμένου να μην οδηγούνται σε αφάνεια μικρές επιχειρηματικές δραστηριότητες .
Το Δικαστήριο, κατόπιν των ισχυρισμών μας αυτών, διέταξε, με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και δη κατά το άρθρο 731 του ΚΠολΔ, την απαγόρευση της μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης του εντολέως μας και απεσόβησε τον πλειστηριασμό .
Το Μονομελές Πρωτοδικείου Ρεθύμνου με απόφασή του τον Αύγουστο του 2022 προέβη στην ακύρωση επιταγής προς πληρωμή και έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που επέβαλε η εταιρεία «INTRUM HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» σε ακίνητη περιουσία ιδιοκτησίας εντολέως μας με αποτέλεσμα να μην διεξαχθεί προγραμματισμένος πλειστηριασμός.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρεία «INTRUM», η οποία εν προκειμένω αποτελεί διαχειρίστρια μεταβιβασμένης σε αλλοδαπό κερδοσκοπικό fund απαίτησης από τραπεζικό προϊόν δεν νομιμοποιείται σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης ως κατ εξαίρεσιν νομιμοποιούμενος μη δικαιούχος διάδικος.
Πιο συγκεκριμένα η διαχειρίστρια εταιρεία INTRUM, ούσα εταιρεία που έχει συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση για τιτλοποιημένη απαίτηση σύμφωνα με το Ν. 3156/2003. Με δεδομένη σύμφωνα με τον ίδιο το νόμο την παράλληλη εφαρμογή του Ν. 4354/2015 και του Ν. 3156/2003 και με επίσης δεδομένο το γεγονός ότι ο νόμος στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση δεν απονέμει στην εταιρεία διαχείρισης την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διάδικου, απεδείχθη ότι η διαχειρίστρια εταιρεία δεν είχε δικονομικά το δικαίωμα να στραφεί δικαστικά κατά του εντολέως μας.
Μία αναμφίβολα πολύ σημαντική απόφαση καθώς αναγνωρίζει σε σωρεία περιπτώσεων την αδυναμία των εταιρειών διαχείρισης να προβαίνουν σε δικαστικές ενέργειες κατά δανειοληπτών περιορίζοντας τη λειτουργία τους σε διενέργεια διαδικαστικών και σε κάθε περίπτωση εξωδικαστικών πράξεων
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου με απόφαση του τον Ιούνιο του 2022 διέταξε την αναστολή εκτέλεσης διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε από εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων «INTRUM HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» στο όνομα και για λογαριασμό αλλοδαπής εταιρείας (fund) εμφανιζόμενης ως νέας δικαιούχου της απαίτησης κατά εντολέων μας δανειοληπτών.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρεία διαχείρισης με την αίτησή της προς έκδοση διαταγής πληρωμής δεν προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα από τα οποία να αποδεικνύεται ότι μεταξύ των απαιτήσεων των οποίων ανέλαβε τη διαχείριση, περιλαμβάνεται και η συγκεκριμένη απαίτηση, ώστε να προκύπτει η ενεργητική της νομιμοποίηση ως μη δικαιούχου διαδίκου στην υποβολή της άνω αίτησης.
Το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι ελλείπει η απαιτούμενη για την έκδοση διαταγής πληρωμής διαδικαστική προϋπόθεση απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης της εταιρείας διαχείρισης και για αυτόν τον λόγο διέταξε την απαγόρευση διενέργειας πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεση, προσημείωση κ.λ.π) επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας των εντολέων μας.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου με απόφαση του τον Ιούνιο του 2022 προέβη στην ακύρωση επιταγής προς πληρωμή και έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που επέβαλε η εταιρεία «INTRUM HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» σε ακίνητη περιουσία ιδιοκτησίας εντολέως μας.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η «INTRUM HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς περί νόμιμης επιβολής της κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας στο όνομα και για λογαριασμό αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού στην οποία φέρεται ότι μεταβιβάσθηκε από την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» το συγκεκριμένο δάνειο.
Ειδικότερα, έγινε δεκτό από το Δικαστήριο ότι δεν αποδείχτηκε ότι η επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του εντολέα μας εταιρεία «INTRUM HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» διαχειρίζεται την επίδικη δανειακή σύμβαση ώστε να θεμελιωθεί το δικαίωμα αυτής για δικαστική επιδίωξη της απαίτησης με συνέπεια να μην νομιμοποιείται η εταιρεία διαχείρισης να προβαίνει σε καμία πράξη προς είσπραξη της απαίτησης.
Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με απόφαση του τον Απρίλιο του 2022 διέταξε την αναστολή, και μάλιστα χωρίς παροχή εγγύησης, ηλεκτρονικού πλειστηριασμού που επέβαλε η εταιρεία «INTRUM HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» κατά της ακίνητης περιουσίας εντολέως μας – εγγυητή σε επιχειρηματικό δάνειο εταιρείας, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της Έφεσης μας.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ελλείπει η ενεργητική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης στην επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης διότι δεν προκύπτει καταχώρηση στα βιβλία του αρμοδίου Ενεχυροφυλακείου Σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων από αλλοδαπή εταιρεία (fund) προς την «INTRUM HELLAS ΑΕΔΑΔΠ».
Το Πρωτοδικείο Καλαμάτας με απόφαση του τον Απρίλιο του 2022 έκανε δεκτή την ανακοπή κατ’ άρθρο 973 ΚΠολΔ των γραφείων μας και προχώρησε στην ακύρωση δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της «CEPAL HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» σε ακίνητη περιουσία ιδιοκτησίας εντολέως μας εταιρείας.
Το Δικαστήριο με την ανέκκλητη απόφασή του έκρινε ότι από τα κοινοποιηθέντα στον οφειλέτη έγγραφα δεν αποδεικνύεται η μεταβίβαση σε αλλοδαπή εταιρεία (fund) της απαίτησης προς ικανοποίηση της οποίας επισπεύστηκε πλειστηριασμός.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο προχώρησε στην ακύρωση της διαδικασίας συνέχισης πλειστηριασμού, με συνέπεια τη μη διεξαγωγή του προγραμματισμένου πλειστηριασμού.
Το Μονομελές Εφετείο Πατρών, με απόφαση του τον Μάρτιο του 2022, διέταξε την αναστολή, με παροχή εγγύησης, ηλεκτρονικού πλειστηριασμού που επέβαλε η εταιρεία «INTRUM HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» κατά εντολέων μας δανειοληπτών, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της Έφεσης μας.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρεία διαχείρισης δεν απέδειξε ότι πράγματι ανέλαβε την διαχείριση της επίδικης απαίτησης. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι ελλείπει η ενεργητική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης για διεξαγωγή του πλειστηριασμού.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων με απόφαση του τον Ιανουάριο του 2022 προέβη στην ακύρωση έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που επέβαλε η εταιρεία «CEPAL HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» σε ακίνητη περιουσία ιδιοκτησίας εντολέως μας εταιρείας δραστηριοποιούμενης στο τομέα της βιοτεχνίας και του εμπορίου.
Συγκεκριμένα, κατασχέθηκε το σύνολο της περιουσίας της εταιρείας η οποία αποτελείται από έναν αγρό έκτασης 4.000 τμ καθώς και τα κτήρια τα οποία ευρίσκονται επί αυτού, ήτοι βιοτεχνικό κτήριο – εργοστάσιο με πλήρη τον εξοπλισμό αυτού καθώς και κτήριο στο οποίο στεγάζονται τα γραφεία της εταιρείας.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η «CEPAL HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς περί νόμιμης επιβολής τη κατάσχεση της άνω ακίνητης περιουσίας στο όνομα και για λογαριασμό αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού στην οποία φέρεται ότι μεταβιβάσθηκε από την «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ» το συγκεκριμένο επιχειρηματικό δάνειο.
Ειδικότερα, έγινε δεκτό από το Δικαστήριο ότι οι ως άνω μεταβολές στο πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης καθώς και ο φερόμενος διορισμός της εταιρείας «CEPAL HELLAS» ως διαχειρίστριας διενεργήθηκαν κατά παράβαση των αναγκαίων διατυπώσεων που προβλέπουν οι Νόμοι με συνέπεια να μην νομιμοποιείται η εταιρεία διαχείρισης να προβαίνει σε καμία πράξη προς είσπραξη της απαίτησης πολλώ δε μάλλον στην επίσπευση κατάσχεσης στην περιουσία της οφειλέτριας εταιρείας.
Τον Δεκέμβριο του 2021 το Γραφείο μας επέτυχε την ακύρωση προγραμματισμένου για την 26η – 1-2022 πλειστηριασμού της «CEPAL HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» για την ακίνητη περιουσία δανειοληπτών, οι οποίοι ενέχονται ως εγγυητές επιχειρηματικού δανείου, καθότι το αρμόδιο Δικαστήριο, με την απόφασή του, έκρινε ότι δεν νομιμοποιείται η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων να επισπεύδει τον πλειστηριασμό αυτό.
Ειδικότερα, οι εντολείς μας εγγυήθηκαν επί σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό με την οποία χορηγήθηκε πίστωση ποσού 1.400.000 ευρώ στην εταιρεία που οι ίδιοι διατηρούν. Λόγω της ανατροπής των οικονομικών τους δεδομένων οφειλόμενης στην κρίση που έπληξε την ελληνική οικονομία, βρέθηκαν σε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να εκδοθεί εναντίον τους διαταγή πληρωμής από την πιστώτρια Τράπεζα και εν συνεχεία να ακολουθήσει η επίσπευση πλειστηριασμού του συνόλου της ακίνητης περιουσίας τους από εταιρεία διαχείρισης στο όνομα αλλοδαπής εταιρείας.
Συγκεκριμένα, ετίθεντο σε πλειστηριασμό ένα διώροφο κτίσμα ιδιοκτησίας των εντολέων μας το οποίο αποτελείτο από δυο διαμερίσματα, υπόγεια αποθήκη και ένα κατάστημα της απόλυτης κυριότητας τους, συνολικής αξίας ως αυτή εκτιμήθηκε από εκτιμητή της επισπεύδουσας 400.000 ευρώ.
Ωστόσο, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο η εταιρεία διαχείρισης με εντολή της οποίας ορίσθηκε ο πλειστηριασμός δεν νομιμοποιείται να διενεργεί καμία πράξη εκτέλεσης κατά των εντολέων μας, πολλώ δε μάλλον την επίσπευση πλειστηριασμού. Ειδικότερα, έγινε δεκτό ότι η εταιρεία διαχείρισης δεν τήρησε την κατά τον νόμο αναγκαία διαδικασία και τον νόμιμο τύπο που προβλέπεται κατά τις διατάξεις των εφαρμοζόμενων Νόμων 4354/2015 και Ν.3156/2003, καθότι δεν προσκόμισε τα αναγκαία έγγραφα προς απόδειξη της ιδιότητας της ως διαχειρίστριας της συγκεκριμένης επίδικης απαίτησης.
Συνεπεία τούτων ακυρώθηκε με την εκδοθείσα απόφαση η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας των εντολέων μας δανειοληπτών, με συνέπεια τη ματαίωση του προγραμματισμένου πλειστηριασμού.
Το Πρωτοδικείο Ρεθύμνου με απόφαση του τον Νοέμβριο του 2021 έκανε δεκτή την ανακοπή κατ’ άρθρο 973 ΚΠολΔ των γραφείων μας και προχώρησε στην ακύρωση δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού από τη «CEPAL HELLAS ΑΕΔΑΔΠ», μόλις μια ημέρα πριν την προγραμματισμένη διεξαγωγή του.
Το Δικαστήριο με την ανέκκλητη απόφασή του έκρινε ως μη τυπική τη διαδικασία της νομιμοποίησης της επισπεύδουσας τον πλειστηριασμό εταιρείας θεωρώντας ότι τόσο τα αναρτηθέντα από τη συμβολαιογράφο έγγραφα όσο και τα κοινοποιηθέντα στον οφειλέτη έγγραφα δεν αρκούν για την απόδειξη της νομιμοποίησης της εταιρείας διαχείρισης. Αντίθετα τα έγγραφα βάσει των οποίων δύναται να αποδειχθεί η νομιμοποίηση της εταιρείας δεν κοινοποιήθηκαν με καμία πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης αυτής (επιταγή προς πληρωμή, δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού κλπ.) ως όφειλε να γίνει με συνέπεια την ακυρότητα των πράξεων αυτών.
Επιπλέον, το δικαστήριο δέχτηκε ότι έπρεπε να έχουν κοινοποιηθεί στον εντολέα μας οφειλέτη μεταξύ άλλων και έγγραφα τα οποία η εταιρεία διαχείρισης μέχρι σήμερα ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙ στα βιβλία των αρμόδιων Ενεχυροφυλακείων ως όφειλε σύμφωνα με τους Ν.3156/2003 και Ν.4354/2015.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο προχώρησε στην ακύρωση της διαδικασίας συνέχισης πλειστηριασμού, με συνέπεια τη μη διεξαγωγή του προγραμματισμένου πλειστηριασμού.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με απόφαση του, τον Οκτώβριο του 2021 διέταξε την αναστολή εκτέλεσης διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε από εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων στο όνομα και για λογαριασμό αλλοδαπής εταιρείας (fund), εμφανιζόμενης ως νέας δικαιούχου της απαίτησης κατά εντολέων μας δανειοληπτών.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρεία διαχείρισης με την αίτησή της προς έκδοση διαταγής πληρωμής δεν προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα από τα οποία να αποδεικνύεται ότι μεταξύ των απαιτήσεων των οποίων ανέλαβε τη διαχείριση, περιλαμβάνεται και η συγκεκριμένη απαίτηση, ώστε να προκύπτει η ενεργητική της νομιμοποίηση ως μη δικαιούχου διαδίκου στην υποβολή της άνω αίτησης.
Πιο συγκεκριμένα, από την επισκόπηση των εγγράφων προέκυψε ότι η εταιρεία διαχείρισης δεν προσκόμισε σχετικό απόσπασμα (παράρτημα) της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της αλλοδαπής εταιρείας και της ίδιας από την οποία να προκύπτει ότι εκείνη ανέλαβε τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης της συγκεκριμένης απαίτησης. ΩΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΑ ΚΑΤΑΤΕΘΕΙΜΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΗ.
Συνεπεία τούτων, το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι ελλείπει η απαιτούμενη για την έκδοση διαταγής πληρωμής διαδικαστική προϋπόθεση απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης της εταιρείας διαχείρισης και για αυτόν τον λόγο διέταξε την απαγόρευση διενέργειας πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεση, προσημείωση κ.λ.π) επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας των εντολέων μας.
Τον Ιούνιο του 2021 εκδόθηκε δεκτή προσωρινή διαταγή δυνάμει της οποίας ανεστάλη η διεξαγωγή πλειστηριασμού ακινήτου της αιτούσας εταιρείας, καθώς και απαγορεύτηκε κάθε μεταβολή νομικής και πραγματικής κατάστασης των ακινήτων της αιτούσας εταιρείας, έως την έκδοση απόφασης, επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, κατά της εταιρείας «DOVALUE GREECE ΑΕΔΑΔΠ», υπό την επικαλούμενη ιδιότητα της ως διαχειρίστριας της εταιρείας ειδικού σκοπού (FUND).
Αποδείχτηκε με πιθανολόγηση η αμφισβήτηση της ιδιότητας της «DOVALUE GREECE» ως διαχειρίστριας απαιτήσεων του FUND «CAIRO No3» λόγω ακυρότητας της Σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης σε αυτήν.
Εκδόθηκε δικαστική απόφαση για την ακύρωση της πράξης δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού, με αποτέλεσμα να ανασταλεί πλειστηριασμός ακινήτου. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την οριστική του απόφαση εκδοθείσα τον Ιούνιο του 2021 έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς ανακόπτουσας:
• περί αμφισβήτησης της συνολικής ανάθεσης της διαχείρισης απαιτήσεων από την εταιρεία ειδικού σκοπού (FUND) στην «DOVALUE GREECE ΑΕΔΑΔΠ», λόγω αοριστίας του συστατικού τύπου της ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων,
• περί αμφισβήτησης του ουσιαστικού δικαιώματος καθώς και έκτασης της διαχειριστικής εξουσίας της «DOVALUE GREECE ΑΕΔΑΔΠ». Η εταιρεία «DO VALUE GREECE ΑΕΔΑΔΠ» δεν απέδειξε ότι είναι όντως διαχειρίστρια απαιτήσεων του FUND προς ικανοποίηση των οποίων επισπεύδεται πλειστηριασμός.
Τα γραφεία μας επέτυχαν τον Μάϊο του 2021 την έκδοση δεκτής προσωρινής διαταγής βάσει της οποίας αναστέλλεται η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε από την εταιρεία «CEPAL HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» υπό την επικαλούμενη ιδιότητα της ως ειδική πληρεξούσια της εταιρείας ειδικού σκοπού (FUND).
Αποδείξαμε με πιθανολόγηση ότι δεν έλαβε χώρα νομίμως η διαδικασία της μεταβίβασης – πώλησης του επίδικου δανείου από την τράπεζα σε FUND και ανάθεση διαχείρισης από FUND στην άνω εταιρεία «CEPAL HELLAS ΑΕΔΑΔΠ».
Το Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που άσκησαν τα γραφεία μας, βάσει της οποίας εξεδόθη το Μάρτιο του 2021 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία διέταξε την αναστολή εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής που είχε εκδώσει και επιδώσει η «ΙΝΤRUM HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» κατά εταιρείας πιστούχου και φυσικών προσώπων ως εγγυητών για οφειλή αυτών από σύμβαση επιχειρηματικής πίστωσης.
Το Δικαστήριο πιθανολόγησε ότι η «INTRUM HELLAS AEΔΑΔΠ» δεν αποδεικνύει την απαίτηση της με τα έγγραφα που προσκόμισε κατά την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής , ως είχε το βάρος της αποδείξεως, ούτε προσκόμισε τα έγγραφα τα οποία απαιτούνται κατά τον Νόμο προκειμένου να αποδείξει την αιτία και το ύψος της εκχωρούμενης λόγω τιτλοποίησης χρηματικής απαίτησής της, με συνέπεια να απαγορεύσει σε αυτήν τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης κατά των δανειοληπτών.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών προχώρησε στην έκδοση προσωρινής διαταγής απαγορεύοντας την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά περιουσίας δανειολήπτη εντολέα μας, κρίνοντας ως βάσιμους τους ισχυρισμούς μας περί μη απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης της αιτούσας τη διαταγή πληρωμή εταιρείας διαχείρισης.
Ειδικότερα, η αιτούσα εταιρεία κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου ένα ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της ίδιας και αλλοδαπής εταιρείας (fund), προκειμένου να αποδείξει ότι ανέλαβε εξουσία να διαχειρίζεται την εις βάρος των εντολέων μας απαίτηση. Το συμφωνητικό όμως αυτό ουδέν ουσιαστικό περιεχόμενο φέρει, καθότι παραπέμπει ως προς όλα τα κρίσιμα ζητήματά του (εξουσίες, τίμημα…) σε μια κύρια «ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ», η οποία όμως ΥΠΟΚΡΥΠΤΕΤΑΙ και ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΕΙ ΚΑΝ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΕΝΕΧΥΡΟΦΥΛΑΚΕΙΟΥ ως απαιτείται κατά τον Νόμο 3156/2003.
Λόγω της απόκρυψης και μη προσκόμισης της σύμβασης διαχείρισης κατέστη αδύνατος ο έλεγχος της ύπαρξης ή μη διαχειριστικής εξουσίας στο πρόσωπο της αιτούσας τη διαταγή πληρωμή εταιρείας διαχείρισης, καθώς και η διαπίστωση της έκταση της εξουσίας αυτής, οι επιμέρους αρμοδιότητες, τα όρια και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες αυτή ενδέχεται να έχει τεθεί, με συνέπεια να πιθανολογείται ως ακυρωτέα η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής.
Μετά από κατάθεση ασφαλιστικών μέτρων και αίτηση έκδοσης προσωρινής διαταγής που υπέβαλαν τα γραφεία μας, εκδόθηκε προσωρινή διαταγή σύμφωνα με την οποία αναστέλλεται η εκτέλεση και ο πλειστηριασμός από το FUND της Τράπεζας «EUROBANK ERGASIASAE» επί της πρώτης και μοναδικής κατοικίας οφειλέτιδας. Αυτό συνέβη, λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης του FUND με την επωνυμία «CAIRO No.1 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», διότι πιθανολογήθηκε πως δεν έλαβε χώρα νομίμως η διαδικασία της μεταβίβασης –πώλησης του επίδικου δανείου από την τράπεζα στο FUND με την επωνυμία «CAIRO No.1 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», λόγω μη απόδειξης και μη προσκόμισης όλων των απαιτούμενων εγγράφων της τιτλοποίησης της απαίτησης.
Έγινε δεκτή η αίτηση αναστολής που άσκησαν τα γραφεία μας βάσει της οποίας εκδόθηκε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Σύμφωνα με την οποία διατάσσεται η αναστολή κατάσχεσης δυνάμει :
Αυτό, διότι πιθανολόγησε πως ΔΕΝ είχε λάβει χώρα νομίμως η διαδικασία της μεταβίβασης του επίδικου δάνειου από την τράπεζα ATTICA ΒΑΝΚ στο fund «ABSMETEXELIXISS.A.» και κατόπιν τούτου δεν συνάγεται η νομιμοποίηση του FUND λόγω της επικαλούμενης διαδικασίας τιτλοποίησης του δανείου.