Είναι ολοφάνερο ότι η πανδημία του COVID-19 που πλήττει σφόδρα και την χώρα μας επηρεάζει δραματικά την ελληνική οικονομία. Το ερώτημα όμως που αυτόματα ανακύπτει, είναι το πως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε νομικό επίπεδο η περίπτωση καλόπιστου συμβαλλομένου σε διαρκή ενοχική σύμβαση κάθε είδους, που αδυνατεί λόγω της κατάστασης που διαμορφώθηκε, να εκπληρώσει προσηκόντως τις υποχρεώσεις του, η δε αδυναμία του αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στις επιπτώσεις που είχε στην αγορά και εν γένει στην οικονομία, είτε η αναγκαστική λήψη μέτρων από την Πολιτεία, είτε η αποχή από την εργασία και γενικότερα από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας. Λύση στο παρόν αδιέξοδο θα πρέπει να αναζητηθεί στο νομοθετικό οπλοστάσιο του Αστικού Κώδικα. Ειδικότερα, το Άρθρο 288 ΑΚ ορίζει ότι «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», ενώ το Άρθρο 388 ΑΚ μας λέει ότι «Αν τα περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν υστέρα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη. Αν αποφασιστεί η λύση της σύμβασης, επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεων παροχής που πηγάζουν απ' αυτήν και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.»
O Άρειος Πάγος έχει κρίνει ότι «απρόοπτη μεταβολή των περιστατικών στα οποία στηρίχθηκαν τα μέρη μπορεί να αποτελέσει και η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας, όταν είναι έκτακτης φύσεως και τόσο μεγάλη ώστε να υπερβαίνει τις συνήθεις ή λογικά προβλεπόμενες διακυμάνσεις της σταθερότητας και να ανατρέπει τους υπολογισμούς των μερών κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Για να στοιχειοθετηθεί, όμως, περίπτωση εφαρμογής του άρθρου αυτού δεν αρκεί μόνη η εν λόγω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας, αλλά θα πρέπει να κριθεί σε σχέση και με τις υπόλοιπες συνθήκες και ιδίως το αναμενόμενο κέρδος από τη σύμβαση, την οικονομική κατάσταση των μερών, την εξυπηρετούμενη ανάγκη αυτών με τη σύμβαση και τις υποχρεώσεις προς τρίτους που εξαρτώνται από τη σύμβαση, έτσι ώστε οι συνέπειες από την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας να έγιναν δυσβάστακτες για το ένα των συμβαλλόμενων μερών και να υπερβαίνουν τον κίνδυνο που, κατά τις συνηθισμένες συνθήκες, αναλαμβάνει κάθε συμβαλλόμενος, όταν μάλιστα αποφασίζει σύναψη σύμβασης που πρόκειται να εκτελεστεί στο μέλλον».
Στο πεδίο των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων, θα εστιάσουμε κυρίως στις συμβάσεις των εντόκων δανείων, οι οποίες θα πρέπει να συνήφθησαν πριν την έξαρση της πανδημίας, ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί η έκτακτη και απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών. Ο οφειλέτης ( ακόμη κι αν λειτουργεί σαν επιχείρηση), εφόσον ανήκει σε κατηγορία συναλλασσόμενων βίαια πληττόμενη από τα έκτακτα περιοριστικά μέτρα, μπορεί να επικαλεστεί τα παραπάνω άρθρα. Η σοβούσα πανδημία είναι γεγονός έκτακτο και απρόβλεπτο, προκαλούμενο χωρίς υπαιτιότητα ( χωρίς να φταίει δηλαδή ο οφειλέτης που δεν μπορεί να πληρώσει, καθώς δεν μπορούσε να το προβλέψει και να το αποφύγει) και άρα μπορεί να θεμελιώσει αίτημα μεταρρύθμισης των ουσιωδών οικονομικών όρων των δανειακών συμβάσεων των οφειλετών με τους πιστωτές του.
Άρα, μπορεί να ζητηθεί η μείωση της επιτοκιακής επιβάρυνσης και κατ’ επέκταση περιορισμός του ύψους των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μεγάλης οικονομικής δυσχέρειας μπορεί να ζητηθεί η μείωση ή ολική παύση της τοκογονίας των απαιτήσεων του δανειστή, είτε αυτή αφορά τους συμβατικούς τόκους είτε τον ανατοκισμό. Σε επόμενο στάδιο, ο οφειλέτης μπορεί να αιτηθεί την επιμήκυνση του χρόνου επέλευσης του ληξιπρόθεσμου των δόσεών του σωρευτικά με την αύξηση του αριθμού των καταβαλλόμενων δόσεων. Μπορεί ακόμη να ζητήσει τη μείωση του ποσού εκάστης. Ουσιαστικά, ο οφειλέτης θα προτείνει τη δικαστική διάπλαση των κρίσιμων όρων της σύμβασης ( αριθμός δόσεων, ύψος δόσεων, συνομολόγηση περιόδου χάριτος πριν την εξόφληση κ.ά.) μέσα από τη σύναψη τροποποιητικής της αρχικής σύμβασης, ζητώντας την διόρθωση των όρων εκπλήρωσης των οικονομικών του υποχρεώσεων προς όφελός του.
Στο σημείο αυτό, βέβαια, πρέπει να επισημάνουμε ότι η επίκληση των επιπτώσεων της κρίσης λόγω της πανδημίας, δεν μπορεί να είναι γενική και αφηρημένη, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύει αυτός που την επικαλείται, ότι επέδρασε καταλυτικά σε αυτόν, σε τέτοιο βαθμό που να αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερα επαχθής η εμμονή στην τήρηση των αρχικώς συμφωνηθέντων. Επί παραδείγματι, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός μίας εταιρείας που εμπορεύεται μεταξύ των άλλων και είδη προσωπικής υγιεινής και είδε να αυξάνονται τα κέρδη της, ότι δεν μπορεί να πληρώνει τις δόσεις του επιχειρηματικού της δανείου εξαιτίας της επέλευσης κορονοϊού.
Πρέπει, τέλος, να επισημανθεί ότι δεν είναι δυνατή στο πλαίσιο των παραπάνω άρθρων ( ΑΚ 288, ΑΚ 388) η λύση της δανειακής σύμβασης ή η απαλλαγή των οφειλετών από τα χρέη τους, καθώς αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο αυστηρό πλαίσιο των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα.
23 Νοεμβρίου 2024
14 Οκτωβρίου 2024
04 Οκτωβρίου 2024
20 Σεπτεμβρίου 2024