Μια ουσιαστική υπονόμευση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του πολίτη βρίσκεται σε εξέλιξη, διαμορφώνοντας ένα τοπίο αυξημένης νομικής ανασφάλειας. Δύο νομοθετικές παρεμβάσεις, μία στο πεδίο του αστικού και μία στο πεδίο του ποινικού δικαίου, συνιστούν μια διπλή παρέμβαση, που αγγίζει την ουσία της δικαιοσύνης. Είτε ως οφειλέτης είτε ως κατηγορούμενος, ο Έλληνας πολίτης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σημαντική αποδυνάμωση των υπερασπιστικών του εγγυήσεων.
Πρώτο Ζήτημα: Η Διαταγή Πληρωμής χωρίς Δικαστική Εποπτεία
Η πρώτη σοβαρή αλλαγή επήλθε με την εκχώρηση δικαστικής φύσεως αρμοδιοτήτων σε ιδιώτες. Πλέον, οι δικηγόροι (και προφανώς οι δικηγόροι των πιστωτών) μπορούν να εκδίδουν διαταγές πληρωμής αντί των Δικαστών. Η διαφορά είναι θεμελιώδης και αφορά τον πυρήνα της αμεροληψίας και του κράτους δικαίου
Ο δικηγόρος, ως ελεύθερος επαγγελματίας και τελών ως εντολοδόχος, έχει υποχρέωση να προασπίζει τα συμφέροντα του εντολέα του. Η λειτουργία του είναι εκ φύσεως προσανατολισμένη στην υποστήριξη της μίας πλευράς.
Αντίθετα, ο δικαστής φέρει ως υπέρτατο καθήκον την αμεροληψία. Λειτουργεί ως ανεξάρτητος κριτής και εγγυητής της τήρησης της νομιμότητας για όλους. Η κατάργηση της δικαστικής εποπτείας από τη διαδικασία αυτή δεν επιταχύνει απλώς τις διαδικασίες· ουσιαστικά την παρακάμπτει. Αφαιρεί μια κρίσιμη δικλίδα ασφαλείας του πολίτη απέναντι σε πιθανές καταχρηστικές ή μη νόμιμες απαιτήσεις, παραδίδοντας μια νευραλγική εξουσία σε εκείνους, οι οποίοι έχουν άμεσο οικονομικό συμφέρον από την έκβασή της.
Δεύτερο Ζήτημα: Η Πρόσβαση στη Δικογραφία υπό Αίρεση
Στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης, η παρέμβαση είναι εξίσου, ίσως και περισσότερο, κρίσιμη. Με τη νέα εξαγγελθείσα διάταξη (άρθρο 18 του νέου νομοσχεδίου), οι αρχές θα μπορούν να απαγορεύουν στον κατηγορούμενο την πρόσβαση σε τμήματα της δικογραφίας, που έχει σχηματιστεί εις βάρος του, επικαλούμενες αόριστους λόγους, όπως το «δημόσιο συμφέρον».
Το κρίσιμο σημείο εδώ δεν είναι η ύπαρξη εξαιρέσεων, αλλά ο τρόπος που αυτές καθορίζονται. Για να είναι συμβατοί με το κράτος δικαίου, οι όποιοι περιορισμοί στο δικαίωμα υπεράσπισης, πρέπει να προβλέπονται από τον νόμο υπό αυστηρά καθορισμένες και αντικειμενικές προϋποθέσεις. Η προωθούμενη διάταξη δεν φαίνεται να θέτει τέτοιες συγκεκριμένες συνθήκες. Αντιθέτως, εισάγει ευρείες και ασαφείς έννοιες, που αφήνουν τεράστιο περιθώριο για υποκειμενική κρίση από την πλευρά των αρχών.
Αυτή ακριβώς η έλλειψη σαφών κριτηρίων ενέχει τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας. Υπονομεύει την αρχή της ισότητας των «όπλων» και καθιστά επισφαλή την άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης, καθώς ο κατηγορούμενος ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπος με στοιχεία, τα οποία δεν γνωρίζει, βάσει μιας απόφασης, που δεν μπορεί να ελέγξει ως προς την αντικειμενικότητά της και χωρίς να συντρέχει περίπτωση της εκτάκτου ανάγκης, η οποία θα έπρεπε να είναι η μόνη, που ίσως υπό προϋποθέσεις και κατ’ εξαίρεση, να δικαιολογεί υποχώρηση των στοιχειωδών -συνταγματικά κατοχυρωμένων- δικαιωμάτων, στο όνομα του «δημοσίου συμφέροντος».
Συμπέρασμα: Η Αποδυνάμωση του Πολίτη και του Κράτους Δικαίου
Οι δύο αυτές εξελίξεις, αν και σε διαφορετικά πεδία, συγκλίνουν σε μια βαρύνουσα διαπίστωση: το ρυθμιστικό πλαίσιο μεταβάλλεται εις βάρος των δικαιωμάτων του πολίτη. Κοινός παρονομαστής είναι η εισαγωγή στοιχείων υποκειμενικής κρίσης και ιδιωτικού συμφέροντος σε διαδικασίες, που θα έπρεπε να διέπονται από απόλυτη αμεροληψία και αντικειμενικούς κανόνες.
Αυτή η τάση αποδυναμώνει τη θέση του πολίτη απέναντι στην οικονομική και την κρατική εξουσία. Όταν οι εγγυήσεις της δίκαιης δίκης και της ανεξάρτητης δικαστικής κρίσης τίθενται υπό αμφισβήτηση, δεν απειλείται μόνο ο εκάστοτε οφειλέτης ή κατηγορούμενος, αλλά η ίδια η αρχή του κράτους δικαίου.
Απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου με τίτλο «ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ στην αναγκαστική εκτέλεση» με υπότιτλο «Περί Πλειστηριασμών –Από τη θεωρία στην πράξη» ISBN 978-618-00-3736-4
06 Σεπτεμβρίου 2025
02 Αυγούστου 2025