Αν ανατρέξει κανείς στην αρθρογραφία μας, θα διαπιστώσει την ιδιαίτερη έμφαση που έχουμε αποδώσει στην δυναμική εξέλιξη της ρύθμισης οφειλών, μέσω μίας συγκεκριμένης διαδικασίας, ήτοι αυτής που προβλέφθηκε δυνάμει του Ν. 3869/2010, του γνωστού σε όλους μας ως «νόμου Κατσέλη».
Παρά τη διαδεδομένη αντίληψη που δυστυχώς έχει παγιωθεί στη χώρα μας, περί απόλυτης λήξεως της ισχύος του νομοθετήματος αυτού, επαναλαμβάνουμε, ότι ακόμη και σήμερα τελούν σε αναμονή εκδίκασης χιλιάδες αιτήσεις, ενώ παράλληλα καθημερινά εκδίδονται ακόμη αποφάσεις σε πρώτο βαθμό, με αποτέλεσμα να βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη η διαδικασία της ρύθμισης με αυτή την συγκεκριμένη διαδικασία για χιλιάδες οφειλέτες. Η δε εκδίκαση των υποθέσεων αυτών εκτείνεται κατά το νόμο, τόσο σε δεύτερο, όσο και σε τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας.
Μετά την διαμορφωθείσα, από τον Άρειο Πάγο, νομολογία που προέβλεπε, ότι οι δανειστές φέρουν το βάρος της απόδειξης της περιέλευσης του οφειλέτη σε δόλια αδυναμία πληρωμής, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, κατέρριψε έναν ακόμη ισχυρισμό των τραπεζών και των εταιρειών διαχείρισης και πιο συγκεκριμένα, πως η μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου από την οφειλέτη, κατά το χρονικό διάστημα των τριών ετών που προηγήθηκαν της καταθέσεως της αίτησης, συνιστά άνευ ετέρου περίπτωση δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμής ή ακόμη και λόγο κήρυξης απαραδέκτου του σχετικού δικογράφου.
Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε, ότι η μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου δεν συνδέεται πάντοτε με την μόνιμη αδυναμία πληρωμών του οφειλέτη και αυτή δεν αρκεί για να στηριχτεί τυχόν ένσταση δολιότητας, αλλά θα πρέπει να ερευνώνται και άλλοι παράγοντες και συγκεκριμένα, πρωταρχικά, η άμεση ή έμμεση επίδραση και συμβολή της εκποιήσεως στην περιέλευση του οφειλέτη σε μόνιμη αδυναμία. Κατά τα ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε, ότι θα πρέπει κατά περίπτωση να κρίνεται το σύνολο των περιστάσεων, όπως ενδεικτικά η πρόθεση του δανειολήπτη να προκαλέσει την έλλειψη ρευστότητας, οι λόγοι που ώθησαν τον οφειλέτη στην ενέργεια της εκποιήσεως, η αξία του ακινήτου σε σχέση με το ύψος των χρεών, το ρευστοποιήσιμο ή μη του περιουσιακού στοιχείου, η χαριστική ή μη μεταβίβαση και η διάθεση του προϊόντος της εκποιήσεως, η ύπαρξη άλλων αξιόλογων περιουσιακών στοιχείων που δεν μεταβιβάσθηκαν και μπορούν να αξιοποιηθούν για την εξυπηρέτηση των χρεών και ο χρόνος που έλαβε χώρα η μεταβίβαση, ιδίως σε σχέση με τη δυνατότητα εντάξεως του οφειλέτη στο νόμο και την εξυπηρέτηση ή μη κατά το χρονικό αυτό σημείο των χρεών.
Αναμφίβολα, η απόφαση αυτή αποτελεί ένα ακόμη δικαστικό ράπισμα κατά των τραπεζών και των εταιρειών διαχείρισης, οι οποίες κατά το παρελθόν προέβαλαν αόριστα την ένσταση της περιέλευσης του οφειλέτη σε δόλια αδυναμία εξυπηρέτησης των οφειλών, δυστυχώς πολλές φορές επιτυχώς. Απεδείχθη επίσης η νομολογιακή δυναμική της εφαρμογής του νόμου, ο οποίος ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να ερμηνεύεται επί των εκκρεμών υποθέσεων.
Συμπερασματικά, οι χιλιάδες ακόμη εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων Δικαστηρίων επιδέχονται δικαστικού αγώνα, ο οποίος θα πρέπει να προσαρμόζεται στα νέα νομολογιακά δεδομένα. Με την προσεκτική μελέτη κάθε υπόθεσης χωριστά από εξειδικευμένους νομικούς και με δεδομένη την κατάρρευση της ένστασης της δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμής, σφυρηλατείται μία χρυσή ευκαιρία για τους δανειολήπτες, προκειμένου οι αιτήσεις τους να ευδοκιμήσουν και ο δικαστικός τους αγώνας να δικαιωθεί.
23 Νοεμβρίου 2024
15 Νοεμβρίου 2024
08 Νοεμβρίου 2024