Τα χρόνια του αφειδούς και ανεύθυνου δανεισμού εκ μέρους των τραπεζών και σε κάθε περίπτωση πριν την έναρξη της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, μία νέα γενιά δανείων έκανε την εμφάνισή της και ήκμασε στην ελληνική οικονομία και στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Οι ιθύνοντες των τραπεζών απευθύνονταν με απόλυτη βεβαιότητα στους δανειολήπτες και υποσχόμενοι χαμηλά επιτόκια και σταθερότητα ως προς το δανεισμό, τους έπειθαν να συνάψουν συμβάσεις χορήγησης δανείων σε ελβετικό φράγκο. Έτσι, ενώ οι δανειολήπτες τυπικά εισέπρατταν ελβετικά φράγκα, στην πραγματικότητα εκταμίευαν ευρώ κατόπιν μετατροπής του ποσού με τη συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε κατά το χρόνο της εκταμίευσης, ενώ έπρεπε στη συνέχεια να αποπληρώσουν το δάνειο εκ νέου σε ευρώ δυνάμει της συναλλαγματικής ισοτιμίας που θα ίσχυε κατά το χρόνο της αποπληρωμής.
Το ζήτημα βέβαια οξύνθηκε όταν η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου μεταβλήθηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το έτος 2007 1 ευρώ αντιστοιχούσε σε 1,65 ελβετικά φράγκα, στα μέσα του έτους 2011 τα δύο νομίσματα είχαν σχεδόν την ίδια αξία, κάτι το οποίο συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Κατά τον τρόπο αυτό περίπου 200.000 πρωτοφειλέτες και εγγυητές άρχισαν να διαπιστώνουν ότι πέραν των τόκων, το άληκτο κεφάλαιο των δανείων τους είχε διογκωθεί και οι δόσεις για την εξυπηρέτηση του δανεισμού είχαν εκτιναχθεί, όταν δε άρχισε η καθυστέρηση της κανονικής αποπληρωμής με την ενεργοποίηση των τόκων υπερημερίας και των ανατοκισμών, η εξυπηρέτηση των δανείων αυτών κατέστη απολύτως μη βιώσιμη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελληνική Πολιτεία έως και σήμερα δεν έχει προβεί σε καμία εξειδικευμένη αντιμετώπιση του ζητήματος μέσω νομοθετικής ρύθμισης. Κάποιοι δανειολήπτες κατάφεραν μέσω της έκδοσης αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων να επιτύχουν να αναγνωριστεί δικαίωμά τους να αποπληρώσουν το δάνειό τους δυνάμει της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά το χρόνο της εκταμίευσης, οι σχετικές προσπάθειες των δανειοληπτών όμως σταμάτησαν με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 4/2019 απόφασης της ολομέλειας του Αρείου Πάγου δυνάμει της οποίας κρίθηκε η εγκυρότητα του όρου που προέβλεπε την αποπληρωμή των δανείων με την συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής.
Παρά τα ανωτέρω, η υπάρχουσα ελληνική νομοθεσία δίνει την δυνατότητα άμεσης επίλυσης του ζητήματος. Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 21 του Ν.2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών « Ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί με απόφαση του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις προσαρμογής της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών στο δεδικασμένο αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων επί αγωγών καταναλωτή ή ενώσεων καταναλωτών, εφόσον οι συνέπειες του δεδικασμένου έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών». Ο υπουργός Ανάπτυξης δηλαδή μπορεί να εκμεταλλευτεί υπάρχουσες μεμονωμένες μεν αλλά με τεράστιο δημόσιο ενδιαφέρον αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και να επιλύσει άμεσα το ζήτημα ορίζοντας το αυτονόητο, ήτοι την υποχρέωση αποπληρωμής των δανείων αυτών δυνάμει της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά το χρόνο της εκταμίευσής τους με συνεπαγόμενο τον άμεσο επανυπολογισμό τους.
Με τον τρόπο αυτό θα υπάρξει άμεση ανακούφιση σε μεγάλη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού και θα αποδοθεί επιτέλους δικαιοσύνη καθώς οι συμβάσεις αυτές θα αποκτήσουν εκ νέου την νομική έννοια και ουσία δανείων και όχι επενδυτικών προϊόντων υψηλού ρίσκου.
Το γραφείο μας πάντα στο πλευρό των δανειοληπτών παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και αναμένει από τον Υπουργού να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
23 Νοεμβρίου 2024
15 Νοεμβρίου 2024
08 Νοεμβρίου 2024