Ένας Μηχανισμός Χωρίς Αντίβαρα
Η μεταβίβαση δανειακών απαιτήσεων από πιστωτικά ιδρύματα σε εταιρείες ειδικού σκοπού (funds), σύμφωνα με τον Ν. 4354/2015 και τον Ν. 3156/2003, καθώς και η ανάθεση της διαχείρισής τους σε εταιρείες διαχείρισης (servicers), θεσπίστηκε με στόχο την εκκαθάριση των επισφαλών τραπεζικών χαρτοφυλακίων και τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ωστόσο, αυτή η πρακτική, αντί να επιφέρει διαφάνεια και αποτελεσματικότητα, έχει οδηγήσει σε ένα διαρκώς επιδεινούμενο περιβάλλον απουσίας διαφάνειας και ουσιαστικού ελέγχου, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα για τους δανειολήπτες και υπονομεύοντας την αρχή του κράτους δικαίου.
Το πλέον κρίσιμο κενό εντοπίζεται στην πρακτική άρνησης των servicers να κοινοποιούν, είτε την πλήρη σύμβαση διαχείρισης, είτε μια επικυρωμένη περίληψή της, η οποία θα περιελάμβανε τους ουσιώδεις όρους, που καθορίζουν την έκταση και το είδος των αρμοδιοτήτων τους. Αυτή η άρνηση δεν είναι απλά μια τυπική παράλειψη, αλλά ένα θεμελιώδες θεσμικό και δικονομικό έλλειμμα με εκτεταμένες επιπτώσεις στη νομική και οικονομική θέση των δανειοληπτών.
Το Θεσμικό Πλαίσιο και οι Διαχρονικές Παραλείψεις της Πράξης
Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο (Ν. 4354/2015, Ν. 3156/2003 και συναφείς ΚΥΑ) προβλέπει σαφώς την υποχρέωση των εταιρειών διαχείρισης να αποτυπώνουν εγγράφως τους όρους, το είδος και τη φύση των εντολών ανάθεσης διαχειριστικής εξουσίας και να τους καθιστούν προσβάσιμους στους οφειλέτες. Ειδικότερα, ο δανειολήπτης οφείλει να ενημερώνεται:
* Για το πρόσωπο του νέου δικαιούχου της απαίτησης (fund)
* Για το πρόσωπο του διαχειριστή (servicer)
* Για τους κρίσιμους όρους της σύμβασης διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων, στις οποίες επιτρέπεται να προβαίνει ο servicer (π.χ., καταγγελία, εξώδικη ρύθμιση, εντολή είσπραξης ή προσφυγή σε ένδικα μέσα).
Η παράλειψη κοινοποίησης της διαχειριστικής σύμβασης, ή έστω επίσημου αντιγράφου περίληψης με όλους τους ουσιώδεις όρους, έχει άμεσες και καταστροφικές επιπτώσεις στη δυνατότητα του οφειλέτη να αμυνθεί, να διαπραγματευθεί ισότιμα και να ελέγξει τη νομιμότητα των ενεργειών των servicers.
Παρόλα αυτά, στην πράξη, οι εταιρείες διαχείρισης συστηματικά αρνούνται να παρέχουν αυτές τις πληροφορίες. Αρκούνται στην κατάθεση εντύπων καταχώρισης στο Ειδικό Μητρώο του Ν. 4354/2015, τα οποία στερούνται οποιασδήποτε λεπτομέρειας επί των ουσιωδών όρων της διαχείρισης, καθιστώντας τον έλεγχο αδύνατο.
Οι Νομικές και Οικονομικές Επιπτώσεις: Από την Υπέρβαση Εξουσίας στην Αποδυνάμωση του Οφειλέτη
Η απόκρυψη των όρων διαχείρισης δημιουργεί ένα πεδίο ανεξέλεγκτης δράσης για τους servicers, με δύο βασικές συνέπειες:
Συστηματική Υπέρβαση Διαχειριστικής Εξουσίας: Σε πλήθος δικαστικών υποθέσεων, έχει διαπιστωθεί ότι οι εταιρείες διαχείρισης προβαίνουν σε καταγγελίες συμβάσεων, εκδόσεις διαταγών πληρωμής και επισπεύσεις πλειστηριασμών, χωρίς να διαθέτουν την απαραίτητη εξουσιοδότηση από τον κύριο της απαίτησης ή χωρίς να αποδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιας εξουσίας με την προσκόμιση της σχετικής σύμβασης. Η μη προσκόμιση της σύμβασης δεν είναι μια τυπική αβλεψία. Συνιστά σοβαρή παράβαση της αρχής της νομιμοποίησης, καθιστώντας ακυρωτέες όλες τις πράξεις, που ασκούνται επί τη βάσει αυτής.
Πλήρης Αποδυνάμωση του Δικαιώματος Άμυνας του Οφειλέτη: Η απόκρυψη των κρίσιμων συμβατικών όρων αφαιρεί από τον δανειολήπτη τα θεμελιώδη δικαιώματα:
Τον έλεγχο της ενεργητικής νομιμοποίησης του servicer.
Τη δυνατότητα να αντιτάξει έννομες άμυνες, όπως η έλλειψη εξουσιοδότησης, η μη τήρηση της υποχρέωσης προηγούμενης διαπραγμάτευσης, ή η παράλειψη αξιολόγησης της βιωσιμότητας ρύθμισης.
Την πρόσβαση σε ένδικα βοηθήματα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις προσχηματικών ή καταχρηστικών νομικών ενεργειών που στοχεύουν αποκλειστικά στην εκτέλεση.
Η Νομολογία ως Φάρος: Τα Δικαστήρια Αναδεικνύουν τα Κενά, η Πολιτεία Απουσιάζει
Ενώ η πρακτική των servicers δημιουργεί συνθήκες αδιαφάνειας και ασυδοσίας, τα ελληνικά δικαστήρια, μέσω της νομολογίας τους, έχουν αναδείξει με σαφήνεια τα κενά και τις καταχρηστικές πρακτικές. Πλήθος δικαστικών αποφάσεων ακυρώνει νομικές ενέργειες (διαταγές πληρωμής, πλειστηριασμούς, επιταγές προς πληρωμή), όταν δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη νόμιμης διαχειριστικής εξουσίας.
Χαρακτηριστικά Παραδείγματα:
Σε πρόσφατη υπόθεση, δανειολήπτης έλαβε διαταγή πληρωμής και επιταγή προς πληρωμή ύψους 50.000€, δίχως ποτέ να έχει προηγηθεί νόμιμη καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Κατά την εκδίκαση της ανακοπής, αποκαλύφθηκε ότι η ίδια η σύμβαση παραχώρησης της απαίτησης, από την τράπεζα προς το fund, περιόριζε ρητά το δικαίωμα καταγγελίας. Παρόλα αυτά, ο servicer είχε προχωρήσει στην έκδοση διαταγής πληρωμής, υπερβαίνοντας κατάφωρα την εξουσία του. Το δικαστήριο, συνεπώς, προχώρησε στην πλήρη ακύρωση των δικαστικών ενεργειών, στηριζόμενο στην παρανομία της διαδικασίας και στην έλλειψη νομιμοποίησης.
Ακόμη και σε περίπτωση κατακύρωσης ακινήτου σε πλειστηριασμό, δικαστική απόφαση επί ανακοπής κατά της επιβληθείσας κατάσχεσης δέχθηκε, ότι ο servicer ουδέποτε κατείχε εξουσιοδότηση να καταγγείλει τη σύμβαση, πόσο μάλλον να επισπεύσει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Το δικαστήριο ακύρωσε την αποβολή του εγγυητή και της οικογένειάς του, αναγνωρίζοντας την κατάφωρη παραβίαση του δικαίου.
Οι παραπάνω περιπτώσεις, που αποτελούν πλέον τον κανόνα και όχι την εξαίρεση, καταδεικνύουν την επείγουσα ανάγκη για αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου. Η απουσία υποχρέωσης κοινοποίησης των πλήρων συμβατικών εγγράφων στο δανειολήπτη, και ενίοτε ακόμη και στο δικαστήριο, δημιουργεί συνθήκες ασυδοσίας.
Η νομολογία έχει στραφεί στην αναγνώριση, ότι η έλλειψη νόμιμης κοινοποίησης της διαχείρισης συνιστά παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη και της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου. Επιπλέον, η μη τήρηση της υποχρέωσης πλήρους διαφάνειας αντιβαίνει ευθέως στις αρχές του ενωσιακού δικαίου περί προστασίας του καταναλωτή (Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και σχετική νομολογία ΔΕΕ).
Θεσμική Προσέγγιση: Η Επιτακτική Ανάγκη Εποπτείας και Διορθωτικών Διατάξεων
Ο θεσμός της διαχείρισης τραπεζικών απαιτήσεων, αν και σχεδιάστηκε για την εξυγίανση του τραπεζικού ισολογισμού, δεν μπορεί να λειτουργήσει μακροχρόνια χωρίς την εγκαθίδρυση ισχυρών ρυθμιστικών εγγυήσεων, που να διασφαλίζουν τη λογοδοσία, την πληροφόρηση και τον έλεγχο. Έχει εξελιχθεί σε ένα σύστημα εκτέλεσης, δίχως διαφάνεια, ούτε και θεσμικό αντίβαρο.
Η πρακτική των προσχηματικών διαπραγματεύσεων και των βιαστικών εκτελεστικών πράξεων, χωρίς προηγούμενο ουσιαστικό έλεγχο για βιώσιμη ρύθμιση, αποτελεί προσβολή του δικαιώματος του πολίτη για οικονομική επανένταξη και δικαστική προστασία. Η υποχρέωση του servicer να ελέγξει τη δυνατότητα ρύθμισης, πριν από κάθε πράξη εκτέλεσης, δεν είναι απλά μια ηθική επιταγή∙ είναι νομική και δεσμευτική, κατοχυρωμένη, τόσο στο εθνικό, όσο και στο ενωσιακό δίκαιο.
Χωρίς ένα σαφές νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο να διασφαλίζει την πρόσβαση των οφειλετών στους πλήρεις όρους των εντολών, που λαμβάνουν οι διαχειρίστριες εταιρείες, και να επιτρέπει τον απρόσκοπτο δικαστικό έλεγχο της διαχειριστικής εξουσίας των servicers, ο κίνδυνος συστημικής ανασφάλειας δικαίου και κοινωνικής αποσταθεροποίησης είναι πλέον ορατός.
Είναι επιτακτική ανάγκη η πολιτεία να ανταποκριθεί στις επισημάνσεις της νομολογίας και να θεσπίσει διορθωτικές διατάξεις που θα γεφυρώσουν τα υφιστάμενα κενά. Αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ρητή και αναγκαστική υποχρέωση κοινοποίησης των πλήρων συμβάσεων διαχείρισης, την ενίσχυση των εποπτικών μηχανισμών και την επιβολή αυστηρών κυρώσεων για την παραβίαση των κανόνων διαφάνειας και χρηστής διαχείρισης.
Η επιστροφή στον πυρήνα του κράτους δικαίου και της οικονομικής ισονομίας, όπου κάθε πράξη εξουσίας πρέπει να είναι αποδεδειγμένα νομιμοποιημένη, τεκμηριωμένη και διαφανής, αποτελεί πλέον μονόδρομο.
Απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου με τίτλο «ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ στην αναγκαστική εκτέλεση» με υπότιτλο «Περί Πλειστηριασμών - Από τη θεωρία στην πράξη» ISBN 978-618-00-3736-4
25 Ιουλίου 2025
19 Ιουλίου 2025
11 Ιουλίου 2025
05 Ιουλίου 2025